Τάραξε πάλι τα νερά του εφησυχασμού μας με το άρθρο της «Το τέλος του μεσαίου μάνατζερ» -το οποίο δημοσίευσε πρόσφατα το Harvard Business Review, η διεθνώς γνωστή συγγραφέας και καθηγήτρια Μάνατζμεντ του London Business School, Lynda Gratton, η οποία, παράλληλα, είναι η επικεφαλής ομάδας στην οποία συμμετέχουν περί τα 200 στελέχη πολυεθνικών οργανισμών, ακαδημαϊκοί αλλά και άλλοι επαγγελματίες στο πλαίσιο προγράμματος παγκόσμιας Ερευνας για «Το Μέλλον της Εργασίας».
Χωρίς περιστροφές -με τεκμηριωμένη, όμως, αιτιολόγηση- μας λέει ότι «τα κλασικά καθήκοντα του μεσαίου μάνατζερ σύντομα θα εξαφανισθούν». Αναλύει λοιπόν ότι τη στιγμή αυτή «η τεχνολογία είναι ο μεγάλος γενικός μάνατζερ», αφού «η Βιομηχανική Επανάσταση» έκλεισε πλέον τον κύκλο της και τώρα, ολόκληρος ο κόσμος έχει εισέλθει στην «Επανάσταση της Τεχνολογίας» για την οποία οι απόψεις λένε ότι είναι ισότιμη της Βιομηχανικής, εκείνης που ως γνωστόν, αφού μηχανοποίησε την εργασία «κατέστρεψε» ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης εργασίας.
Εξηγεί λοιπόν γιατί ο επικείμενος «θάνατος» των κλασικών καθηκόντων του μεσαίου μάνατζερ είναι συνέπεια της τεχνολογικής επανάστασης και των «δραματικών βελτιώσεων» που μας παρέχει. Για παράδειγμα, χάρη στην τεχνολογία «μπορούμε να γνωρίζουμε πολύ καλύτερα τους πελάτες μας και το πώς να διαπραγματευτούμε μαζί τους, έχουμε καλύτερη πληροφόρηση προκειμένου να λάβουμε αποφάσεις, έχουμε την ικανότητα να εργαζόμαστε με εικονικές ομάδες που είναι διασκορπισμένες σε ολόκληρο τον πλανήτη». Αλλά όχι μόνο αυτό. Ο «αόρατος θρύλος» της αλλαγής αυτής μπορεί να είναι πολύ περισσότερο ουσιαστικός, αφού «αλλάζει αυτή καθαυτήν τη φύση της εργασίας των ανθρώπων».
Πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση οι τεχνίτες ήσαν εκείνοι που δημιουργούσαν τη μεγαλύτερη αξία. Αφού μαθήτευαν για πολλά χρόνια και ως επιδέξιοι τεχνίτες πλέον, κέρδιζαν την εκτίμηση των συνάδελφων τους, τότε γίνονταν και εκείνοι οι δάσκαλοι για τους νέους μαθητευόμενους. Ομως, η Βιομηχανική Επανάσταση αυτοματοποίησε πολλές από τις δεξιότητές τους, με αποτέλεσμα για την πλειονότητα των εργασιών να μην απαιτείται πλέον παρά μια «ρηχή» γενική δεξιότητα με την οποία μπορεί μεν η «δουλειά να γινόταν ομαλά», ωστόσο, δεν υπήρχε οιαδήποτε δημιουργία είτε καινοτομία. Ιδού, λοιπόν σήμερα η «Αυτή Μεγαλειότης η Τεχνολογία» που, κατά την κ. Gratton, έχει γίνει «ο μεγάλος γενικός μάνατζερ», αφού είναι σε θέση να παρακολουθεί στενά την εκτέλεση, να παρέχει άμεση ενημερωτική πληροφόρηση, μπορεί ακόμη να δημιουργεί τις αναφορές και τις παρουσιάσεις. Αλλά και όχι μόνο. Επιπλέον, αυξάνονται σταθερά οι αυτοδιοικούμενες ομάδες ειδικών δεξιοτήτων – κάτι που κάνει ευάλωτα τα άτομα που διαθέτουν δεξιότητες γενικού μάνατζμεντ. «Στο παρελθόν τα δίκτυα και οι ικανότητές τους αναπτύσσονταν μέσα σε μία και μόνο εταιρεία. Ωστόσο, με τη μείωση της θητείας ενός στελέχους στην ίδια εταιρεία, οι εργαζόμενοι δεν έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν γνώση σε βάθος, κάτι που θα μπορούσε να εκτιμηθεί δεόντως σε κάποιαν άλλη εταιρεία.
Και, σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, υπάρχει και το Ιντερνετ με τις μηχανές αναζήτησης μέσα από τις οποίες «όλοι μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα». Η συναρπαστική, και ως ομιλήτρια, κ. Gratton -όπως την βιώσαμε πέρυσι την άνοιξη στην Αθήνα, σε σεμινάριο για το μέλλον της εργασίας της Boussias Conferences- διερωτάται «πώς είναι δυνατόν να δημιουργήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έστω και αν είσαι “πολυτεχνίτης” όταν για ανταγωνιστή σου έχεις τη Wikipedia».
Ομως και τα στελέχη έχουν αλλάξει στάση απέναντι στο μάνατζμεντ. Ιδιαιτέρως οι νέοι μας της Γενιάς Υ (Generation Y), οι οποίοι σύμφωνα με την έρευνα της κ. Gratton «δεν αποδίδουν αξία πλέον στο να δίνουν αναφορά σε κάποιον, ο οποίος απλώς παρακολουθεί αυτά που εκείνοι κάνουν». Με το σκεπτικό ότι αυτό είναι κάτι που μπορούν και οι ίδιοι να το κάνουν, είτε οι συνάδελφοί τους είτε ακόμη και κάποια μηχανή. Αντιθέτως, αποδίδουν ιδιαίτερη αξία στην καθοδήγηση και στην εκπαίδευση από κάποιον τον οποίο σέβονται. Από κάποιον που τον θεωρούν «δάσκαλο» και όχι επειδή είναι ο «γενικός μάνατζερ».
Και η ευαίσθητη στην ανθρώπινη επικοινωνία -με σπουδές και στην ψυχολογία- κ. Gratton, με επίγνωση ότι το άρθρο της μπορεί να είναι «κακά μαντάτα» για τους παραδοσιακούς μεσαίους μάνατζερ, απευθύνεται πρόσωπο-με-πρόσωπο σε αυτούς, με το εξής ρητορικό ερώτημα: «τι σημαίνουν άραγε όλα αυτά για σένα, όταν δεν είσαι καταδικασμένος να βγεις σε πρόωρη συνταξιοδότηση;». Τους προτείνει λοιπόν να προχωρήσουν σε δύο κρίσιμες επενδύσεις. Η πρώτη είναι να αποκτήσουν και να αναπτύξουν γνώση και ικανότητες που είναι πολύτιμες και σπάνιες, «κάτι που θα το έλεγα να δημιουργήσεις τη δική σου “υπογραφή”, γιατί χωρίς αυτήν είσαι αόρατος και δεν θα μπορείς πλέον να “ξεφυτρώνεις” και εσύ ανάμεσα στη γεμάτη παγίδες ζωή των μάνατζερ».
Διευκρινίζει, επίσης, ότι το να γίνει το στέλεχος «ορατό» είναι κάτι που δεν θα προέλθει από το Τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού, αλλά από τις ταχύτατα αναδυόμενες νέες «τέχνες» του μέλλοντος, με τις οποίες θα επιβεβαιώνονται δεξιότητες και αυξημένη γνώση. Ως δεύτερη επένδυση αναφέρει την ανάπτυξη σε νέους τομείς εξειδίκευσης ή σε παρεμφερείς, αλλά «σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής ζωής σου». Μόνο που στο μέλλον δεν θα έχει την ίδια αξία η οποιαδήποτε βαθιά γνώση. «Βάλε κάτω το μυαλό σου για να σκεφθείς ποιες εξειδικεύσεις είναι σπάνιες και ποιες είναι δύσκολες σε απομιμήσεις, όπως και ποια καριέρα θα είναι η πλέον επιτυχής. Σύμφωνα με τη δική μου έρευνα, για τις επόμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα υψηλή αξία θα αποδώσει η κοινωνική επιχειρηματικότητα και η μικρο-επιχειρηματικότητα, όπως και οι επιστήμες για τη ζωή και την υγεία, για την εξοικονόμηση ενέργειας και το coaching». Η χαρισματική αρθρογράφος τελειώνει με το ερώτημα «είσαι, άραγε, επαρκώς “στεγανοποιημένος” γι’ αυτό το μέλλον;».
Πηγή : Lynda Gratton