Η κρίση και η ύφεση που έχει οδηγήσει σε κατάρρευση των εισαγωγών και μαρασμό της εγχώριας ζήτησης, φαίνεται πως δημιούργησε συνθήκες κινητοποίησης κάποιων, όλο και περισσότερων Ελλήνων επιχειρηματιών, που αναζήτησαν επιχειρηματικές διεξόδους στο εξωτερικό, ενισχύοντας τον εξωστρεφή τους προσανατολισμό.
Η Ελληνική επιχείρηση όλη αυτήν την περίοδο της κρίσης προσπάθησε να μειώσει τα κόστη της και να προσαρμοστεί σε νέες πρωτόγνωρες συνθήκες εγχώριας υποκατανάλωσης. Όσες επιχειρήσεις απέμειναν πρέπει να τολμήσουν να δραστηριοποιηθούν σε ξένες αγορές, ως μόνη απάντηση και διέξοδο στον δρόμο προς την επιβίωση και τελικά στην ανάπτυξη.
Η αναζήτηση αυτών, προφανώς, έθεσε σε λειτουργία μηχανισμούς αλλαγών και σε επίπεδο κλάδων και σε επίπεδο επιχείρησης, έτσι, ώστε οι τολμηροί επιχειρηματίες να ανταποκριθούν στις συνθήκες ζήτησης που συναντούν στις ξένες αγορές.
Αυτή η επιχειρηματικότητα δεν ζητεί κρατική στήριξη, δεν εξαρτάται από επιδοτήσεις, δεν επιβιώνει σε συνθήκες προστατευτισμού, δεν φοβάται τον ανταγωνισμό και διεκδικεί με αξιώσεις θέση στις ξένες αγορές με προϊόντα ποιότητας.
Βασική προϋπόθεση είναι να αναγνωρίσουμε πλήρως τη δημιουργικότητα και ευελιξία της ελληνικής επιχειρηματικότητας στο εξωτερικό. Κάθε Έλληνας που αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί σοβαρά στο εξωτερικό, είτε ως επιχειρηματίας, είτε ως επαγγελματίας στέλεχος, είχε και έχει καταπληκτικά αποτελέσματα. Εσείς τι περιμένετε; Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός πελατών που θέλει να μάθει και να γνωρίσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρετε, που ας μη γελιόμαστε, σε πολλές περιπτώσεις είναι πολύ πιο ανταγωνιστικά και ποιοτικά από αυτά που διαθέτουν οι ξένοι φίλοι μας.
Ποιο είναι από τα πρώτα βήματα που η Ελληνική επιχείρηση πρέπει να κάνει ; Μα φυσικά να βρει τα μέσα προώθησης των προιόντων της.
Τα μέσα προώθησης που έχει στη διάθεσή της η επιχείρηση στις αγορές του εξωτερικού είναι σε γενικές γραμμές τα ίδια με τις αγορές του εσωτερικού. Αυτά είναι:
Εφόσον η επιχείρηση έχει επιλέξει τις «καλύτερες» αγορές για τα προϊόντα της, η επόμενη απόφαση αφορά στη μέθοδο διείσδυσης στις αγορές-στόχους. Οι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την απόφαση αυτή είναι:
Σε γενικές γραμμές, οι μέθοδοι εξαγωγής ενός προϊόντος σε μια αγορά του εξωτερικού μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι οι:
Οι απευθείας εξαγωγές αφορούν στην πώληση των προϊόντων απευθείας από την επιχείρηση στον τελικό πελάτη. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής αφορούν στην εξασφάλιση μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους λόγω της απουσίας ενδιαμέσων, τη δυνατότητα καθορισμού χαμηλών τιμών και την άμεση επαφή και γνώση των τελικών πελατών/ καταναλωτών των προϊόντων της επιχείρησης.
Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα που εντοπίζονται στο ότι η επιχείρηση πρέπει να έχει άριστη γνώση της αγοράς ενώ και η αναγνωρισιμότητα του προϊόντος και της επιχείρησης είναι αργή.
Οι εξαγωγές μέσω τρίτων αφορούν την πώληση των προϊόντων της επιχείρησης σε κάποιον ενδιάμεσο, που μπορεί να είναι χονδρέμπορος ή διανομέας. Η επιχείρηση μπορεί επίσης να έχει κάποιον αντιπρόσωπο που δεν αγοράζει τα προϊόντα της αλλά τα αντιπροσωπεύει στη συγκεκριμένη αγορά.
Η σύναψη συνεργασίας με άλλη επιχείρηση για τη διενέργεια εξαγωγών μπορεί να προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα όπως μεταφορά τεχνογνωσίας, καταμερισμό του ρίσκου, ισόποση συμβολή στα απαιτούμενα κεφάλαια, ταυτόχρονη διείσδυση σε διάφορες αγορές στόχο κλπ.
Η σύναψη στρατηγικής συνεργασίας με επιχείρηση της αγοράς-στόχου μπορεί επίσης να αποβεί εξαιρετικά ωφέλιμη καθώς επιλέγονται συνήθως επιχειρήσεις με συμπληρωματικά προϊόντα και αξιοποιούνται τα υφιστάμενα δίκτυα διανομής και μέσα προώθησης.
Παρά το ότι οι απευθείας εξαγωγές μπορεί να φαίνονται περισσότερο κερδοφόρες για την επιχείρηση, η ύπαρξη ενδιαμέσων μπορεί να σημαίνει σημαντική εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος για την επιχείρηση.
Μία μορφή εισαγωγής στην αγορά στόχο είναι μέσω αντιπροσώπων, που συνήθως εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη αγορά και πωλούν και συμπληρωματικά προϊόντα. Είναι εξουσιοδοτημένοι να συνάπτουν συμφωνίες πωλήσεων για τις επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν και πληρώνονται με προμήθεια μόνο όταν πραγματοποιήσουν πωλήσεις. Μια συμφωνία με ένα αντιπρόσωπο σε αγορά του εξωτερικού βοηθά στο να έχει άμεσα η επιχείρηση ή το προϊόν παρουσία στην αγορά αυτή. Συνήθως έχει μικρότερο κόστος από τις απευθείας εξαγωγές, ενώ η επιχείρηση διατηρεί τον έλεγχο του προϊόντος και της τιμής πώλησής του. Οι τοπικοί αντιπρόσωποι μπορούν να βοηθήσουν την επιχείρηση και στην υλοποίηση ερευνών αγοράς, στην παροχή συμβουλών για θέματα μεταφοράς εμπορευμάτων, στη διείσδυση σε συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών και στην παροχή πληροφοριών για νομικά, οικονομικά και διαδικαστικά θέματα.
Μία δεύτερη επιλογή του επιχειρηματία αφορά την πώληση σε αγορές του εξωτερικού μέσω χονδρεμπόρων, που σε κάποιες περιπτώσεις αγοράζουν και μεταπωλούν τα προϊόντα και σε κάποιες άλλες πωλούν με προμήθεια. Συνήθως εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων. Σε πολλές περιπτώσεις αναλαμβάνουν δράσεις προώθησης των προϊόντων στην εκάστοτε αγορά, μέσω διαφήμισης, συμμετοχής σε εκθέσεις, προσωπικών πωλήσεων κλπ.
Δεκάδες άλλοι παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπ όψη και να μελετηθούν από την Ελληνική επιχείρηση όπως το μάρκετιγκ, ο επανασχεδιασμός του προιόντος, η τιμολογιακή πολιτική, κά.