Σύμφωνα με τον Νόμο 4172/ (ΦΕΚ Α’ 167/23-07-2013),  Άρθρο 23 οι Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες που δεν εκπίπτουν είναι οι ακόλουθες :

Ας δούμε λοιπόν αναλυτικά τις σχετικές διατάξεις:

 α) Τόκοι και δάνεια από τρίτους  

Τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, εκτός από τα τραπεζικά δάνεια, διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες(1)  κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού,

Δεν εκπίπτουν τόκοι από δάνεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τρίτους, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τους τόκους που θα προέκυπταν εάν το επιτόκιο ήταν ίσο με το επιτόκιο των δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό αναφέρεται στο στατιστικό δελτίο οικονομικής συγκυρίας της Τράπεζας της Ελλάδος για την πλησιέστερη χρονική περίοδο πριν την ημερομηνία δανεισμού.

Δηλαδή αν το επίσημο επιτόκιο είναι 8,5% και  η  επιχείρηση δανειστεί από κάποιον ή  τρίτους, εκτός του πιστωτικού συστήματος , με ποσοστό 11%, η διαφορά των τόκων από το 8,5% έως το 11%, δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση και πρέπει να αναμορφωθούν φορολογικά (μέσω της φορολογικής αναμόρφωσης).

Γίνεται κατανοητό ότι, εκπίπτουν στο σύνολό τους οι τόκοι από τραπεζικά δάνεια, διατραπεζικά δάνεια, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν οι ανώνυμες εταιρείες.

Παράδειγμα

Η επιχείρηση Α έχει λάβει δάνειο 200.000 € με επιτόκιο 11 %, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο δανείων αλληλόχρεων λογαριασμών προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος είναι 8,5% .

Πληρωτέος τόκος δανείου από επιχείρηση ( 100.000 € * 11% )                  11.000 €

Τόκος δανείου προς μη χρηματ/κές επιχειρήσεις ( 100.000 € * 8,5% )          8.500 €

Λογιστική διαφορά                                                                                          2.500 €

Το ποσό των 2.500 € θεωρείται λογιστική διαφορά και δεν εκπίπτει φορολογικά .

β) Δαπάνες που δεν έχουν εξοφληθεί τραπεζικά 

 Κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ,,  (δηλαδή χωρίς ΦΠΑ), δεν μπορούν να αφαιρεθούν από τα έσοδα των επιχειρήσεων, αν δεν έχουν  εξοφληθεί μέσα από το τραπεζικό σύστημα δηλαδή:

– Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα),

– Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή,

– Η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων,

– Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης,

– Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων.

Υπάρχουν όμως ορισμένες δαπάνες που μπορούν να μην πληρωθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος και αυτές είναι:

«α. Mισθούς , ημερομίσθια προσωπικού, απολαβές διευθυντών ή μελών του ΔΣ εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, έκτακτες αμοιβές προσωπικού, αμοιβές καταβαλλόμενες σε υπαλλήλους πέραν των συμβατικών ή νομίμων, πάγια μηνιαία αποζημίωση η οποία συνιστά συγκεκαλυμμένη επαύξηση μισθού, που χορηγούνται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, καθόσον οι ανωτέρω δαπάνες δεν αφορούν στη λήψη υπηρεσιών αλλά στην παροχή μισθωτής εργασίας.

β. Μισθώματα ακινήτων, καθότι δεν πρόκειται για λήψη υπηρεσιών αλλά για χρήση μισθίου (εισόδημα από κεφάλαιο για τον εκμισθωτή, σχετ. άρθρο 39 ν.4172/2013).

γ. Τόκους και συναφή έξοδα, καθόσον δεν εμπεριέχουν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της παροχής υπηρεσίας.

Εξόφληση σε ώρες που δεν μπορεί να γίνει κατάθεση.

Σε περιπτώσεις συναλλαγών, που διενεργούνται σε ημέρες και ώρες μη λειτουργίας των τραπεζών ή που για αντικειμενικούς λόγους δεν είναι δυνατή η εξόφληση με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής και καταβάλλονται σε μετρητά ή παραδίδονται συναλλαγματικές οι οποίες εξοφλούνται εκτός τραπεζικού συστήματος, προκειμένου η δαπάνη να αναγνωρισθεί φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, η εταιρεία που παρέχει την υπηρεσία ή πουλάει τα αγαθά, υποχρεούται να καταθέσει εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την έκδοση του παραστατικού (απόδειξη είσπραξης μετρητών ή παραλαβής συναλλαγματικών εκτός τραπεζικού συστήματος) σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη τράπεζα ή πιστωτικό οργανισμό το ποσό των μετρητών που εισέπραξε.

Ο λόγος της αδυναμίας εξόφλησης με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής πρέπει να αναγράφεται πάνω στο σώμα του στοιχείου του ΚΦΑΣ και να αποδεικνύεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο.

Διακίνηση εμπορευμάτων μέσω courier.

Σε περίπτωση αγοράς εμπορευμάτων με τη μέθοδο της αντικαταβολής – υπηρεσίες courier, όπου η εταιρεία παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (μεταφορέας – «εισπράκτορας για λογαριασμό τρίτων») αναλαμβάνει τη μεταφορά αντικειμένων, ταχυδρομικών δεμάτων, κ.λπ. με ταυτόχρονη εξόφληση, κατά την παράδοσή τους, της αξίας της αγοράς αυτών από τους λήπτες των αγαθών χωρίς τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής και στη συνέχεια καταθέτει στον εντολέα του τα εισπραττόμενα ποσά όχι κατά όνομα πελάτη, πράγμα πρακτικά αδύνατο λόγω του αριθμού των εξυπηρετούμενων πελατών, αλλά στο σύνολό τους, προκειμένου οι συναλλασσόμενοι πελάτες κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης να εκπέσουν τα ποσά των δαπανών αυτών και δεδομένου ότι οι συναλλαγές αυτές δεν εμφανίζονται ονομαστικά κατά δαπανηθέν ποσό, η εταιρεία ταχυμεταφορών εκδίδει, κατά το χρόνο είσπραξης των μετρητών ή παραλαβής των αξιόγραφων, το προβλεπόμενο από τον ΚΦΑΣ στοιχείο είσπραξης, στο σώμα του οποίου αναγράφονται τα πλήρη στοιχεία του πελάτη (ΑΦΜ, επωνυμία, ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο επικοινωνίας) με την υποχρέωση να καταθέσει συνολικά τα ποσά εντός δύο (2) ημερών από την έκδοση του παραστατικού σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας.

Στο τέλος του έτους η εταιρεία υποχρεούται να εκδώσει εκκαθάριση με τα δαπανηθέντα ποσά ανά πελάτη, υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών, αναγράφοντας και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού που έγινε η κατάθεση.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που οι συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσω εμπορικών αντιπροσώπων ή εισπρακτόρων, κ.λπ.

γ) Ασφαλιστικές εισφορές

Η σημαντική αλλαγή εδώ είναι ότι δεν εκπίπτουν μόνο οι ασφαλιστικές εισφορές που δεν έχουν καταβληθεί και όχι ολόκληρο το μισθοδοτικό κόστος , όπως γινόταν μέχρι σήμερα.

δ) Προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων. 

Σύμφωνα με την περίπτωση αυτή δεν εκπίπτουν οι προβλέψεις, πέρα από αυτές που επιτρέπονται με το άρθρο 26 του 4172/2013.

Σύμφωνα με το άρθρο 26 σχετικά με τις επισφαλείς απαιτήσεις:

«1. Τα ποσά των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και οι διαγραφές αυτών, με την επιφύλαξη των οριζομένων στις παραγράφους 5 έως 7 του παρόντος άρθρου, εκπίπτουν για φορολογικούς σκοπούς, ως εξής:

α) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις μέχρι το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) της εν λόγω απαίτησης, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης,

β) για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις άνω του ποσού των χιλίων (1.000) ευρώ που δεν έχουν εισπραχθεί για διάστημα άνω των δώδεκα (12) μηνών, ο φορολογούμενος δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, εφόσον έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα: 

2. Ανεξάρτητα από την παράγραφο 1, ο σχηματισμός προβλέψεων επισφαλών απαιτήσεων δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις επισφαλών απαιτήσεων κατά(1) των μετόχων ή εταίρων της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%) και των θυγατρικών εταιρειών της επιχείρησης με ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής δέκα τοις εκατό (10%), εκτός αν για την αξίωση που αφορά αυτές τις οφειλές υπάρχει εκκρεμοδικία ενώπιον δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου, ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης.

Επίσης, δεν επιτρέπεται ο σχηματισμός προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις που καλύπτονται από ασφάλιση ή οποιαδήποτε εγγυοδοσία ή άλλη ενοχική ή εμπράγματη ασφάλεια ή για οφειλές του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή για εκείνες που έχουν δοθεί με την εγγύηση αυτών των φορέων.

3. Η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση:

α) καταστεί εισπράξιμη ή 

β) διαγραφεί.

4. Απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο,

β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και

γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

5. Οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί του ποσού του ετήσιου μέσου όρου των πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις τους. Τέτοιες χορηγήσεις συνιστούν οι απαιτήσεις κεφαλαίου και οι απαιτήσεις των εγγεγραμμένων τόκων, όχι όμως και επισφαλών ή μη εισπράξιμων τόκων των επισφαλών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μη παραγωγικών, τους οποίους οι τράπεζες δικαιούνται να μην εμφανίζουν ή εγγράφουν στα βιβλία τους, υποχρεούμενες να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για τέτοιους τόκους, καθώς και η κάλυψη στο σύνολό του ή εν μέρει ομολογιακού δανείου ιδιωτικών επιχειρήσεων ή η απόκτηση μετοχών κατά τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας ή αύξηση του κεφαλαίου της, για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι τίτλοι των ομολογιών ή μετοχών παραμένουν στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας. Στις χορηγήσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται τα δάνεια γενικά προς το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα δάνεια γενικά για τα οποία δόθηκε εγγύηση του Δημοσίου και οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες. Πέρα από το ποσοστό έκπτωσης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο οι τράπεζες μπορούν να εκπίπτουν από το εισόδημά τους, για τον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της χρήσης πρόσθετες ειδικές κατά περίπτωση προβλέψεις για την απόσβεση απαιτήσεων κατά πελατών τους, για τις οποίες έχει διακοπεί ο λογισμός τόκων.

6. Οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορούν να εκπίπτουν προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων σε ποσοστό μέχρι δύο τοις εκατό (2%) επί του συνολικού ύψους μισθωμάτων, τα οποία προκύπτουν από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, που έχουν συναφθεί μέσα στη διάρκεια του φορολογικού έτους. Το ποσό αυτό της πρόβλεψης για κάθε φορολογικό έτος, συναθροιζόμενο με το ποσό της πρόβλεψης, η οποία διενεργήθηκε σε προγενέστερα φορολογικά έτη και εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν μπορεί να υπερβεί το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.

7. Οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring) μπορούν να εκπίπτουν μέχρι ενάμιση τοις εκατό (1,5%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών που ο φορέας έχει προεξοφλήσει έναντι απαιτήσεων που έχει αναλάβει να εισπράξει από εξαγωγική δραστηριότητα χωρίς δικαίωμα αναγωγής, καθώς και μέχρι ένα τοις εκατό (1%) επί του μέσου ετήσιου ύψους των ποσών των προεξοφλήσεων έναντι απαιτήσεων με δικαίωμα αναγωγής.»  

ε) Πρόστιμα, ποινές, προσαυξήσεις.

Πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων

Είναι γνωστό ότι πρόστιμα, προσαυξήσεις και λοιπές μη λειτουργικές δαπάνες δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση.

στ) Η παροχή ή λήψη αμοιβών σε χρήμα ή είδος που συνιστούν ποινικό αδίκημα

Ουσιαστικά αφορά έσοδα και έξοδα που δεν είναι σύννομα με βάση τους φορολογικούς νόμους της χώρας μας. Οποιαδήποτε, δηλαδή,  αμοιβή η οποία αποδεικνύεται τελεσίδικα ότι συνιστά ποινικό αδίκημα δεν εκπίπτει από τα έσοδα ή έξοδα  της επιχείρησης και κατά συνέπεια αναμορφώνεται.

ζ) Φόρος εισοδήματος, τέλη επιτηδεύματος, έκτακτες εισφορές και ο Φ.Π.Α. μη εκπιπτόμενων δαπανών.

 Ο  φόρος εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων του τέλους επιτηδεύματος και των έκτακτων εισφορών, που επιβάλλεται για τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με τον Κ.Φ.Ε., καθώς και ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) που αναλογεί σε μη εκπιπτόμενες δαπάνες, εφόσον δεν είναι εκπεστέος ως Φ.Π.Α. εισροών,

η) Το τεκμαρτό ενοίκιο του άρθρου 39 παράγραφος 2.

Οποιοδήποτε ποσό τεκμαρτού μισθώματος ιδιόχρησης  καταχωρείται στα βιβλία της επιχείρησης και είναι μεγαλύτερο του 3% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της, δεν αναγνωρίζεται και θεωρείται λογιστική διαφορά.

Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του Κ.Φ.Ε. έχουν ως εξής :

«Το εισόδημα από Ιδιοχρησιμοποίηση ή δωρεάν παραχώρηση τεκμαίρεται ότι συνίσταται στο 3% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.».

θ) Ενημερωτικές ημερίδες και συναντήσεις  

Οι δαπάνες για την οργάνωση και διεξαγωγή ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων που αφορούν στη σίτιση και διαμονή πελατών ή εργαζομένων της κατά το μέτρο που υπερβαίνουν το ποσό των 300,00 ευρώ ανά συμμετέχοντα και κατά το μέτρο που η συνολική ετήσια δαπάνη υπερβαίνει το 0,5% επί του ετήσιου ακαθάριστου εισοδήματος της επιχείρησης.

Παράδειγμα 1

Επιχείρηση αναθέτει σε ξενοδοχείο την διεξαγωγή ημερίδας για συνολικό αριθμό 50 πελατών, με κόστος ενοικίασης 5.000 € αίθουσας και μηχανολογικού εξοπλισμού , κόστος σίτισης  6.000 € και κόστος διαμονής 10.000 .

Το κόστος ενοικίασης δεν ενδιαφέρει τον νόμο και εκπίπτει ολόκληρο , τα υπόλοιπα κονδύλια είναι συνολικά 16.000 € και αφορούν 50 άτομα, άρα 320 € ανά άτομο. Επομένως θα προστεθεί στις λογιστικές διαφορές το ποσό των ( 20€ Χ 50 ) 1.000 €.

Παράδειγμα 2

Επιχείρηση αναθέτει σε ξενοδοχείο την διεξαγωγή ημερίδας για ενημέρωση 20 στελεχών της. Το κόστος σίτισης είναι 2.000 € και το κόστος διαμονής είναι 4.000 €. Κατά συνέπεια το κόστος ανά άτομο είναι 300 € το οποίο και αναγνωρίζεται καθώς ο νόμος αναφέρει ότι δεν αναγνωρίζεται το υπερβάλλον ποσό του 300 €. Ο περιορισμός , όμως του 0,5%, είναι αυτός που οδηγεί στη λογιστική διαφορά καθώς ο τζίρος της επιχείρησης είναι 1.100.000 Χ 0,5% = 5.500 €. Επομένως 6.000 – 5.500 = 500 € το ποσό που θα αναμορφωθεί.

Άρα ο έλεγχος για την δαπάνη αυτή πρέπει να είναι διπλός και ως προς το κόστος ανά ημερίδα, (Το ποσό πάνω από 300,00 ευρώ ανά συμμετέχοντα) και γενικά το σύνολο των συγκεκριμένων δαπανών μέσα στην χρήση ,ή το φορολογικό έτος όπως λέγεται σήμερα η χρήση,(Η συνολική ετήσια δαπάνη πάνω από το 0,5% των ακαθαρίστων εσόδων).

θ1) Εορταστικές εκδηλώσεις και φιλοξενία

απάνες εορταστικών εκδηλώσεων για σίτιση και διαμονή φιλοξενουμένων προσώπων άνω των 300 € ανά άτομο και η ετήσια δαπάνη  υπερβαίνει το 0,5% του ετήσιου τζίρου. Η δαπάνη δεν αναγνωρίζεται εφόσον πρόκειται για εορταστική εκδήλωση και το κόστος σίτισης και διαμονής ξεπερνά τα 300 € ανά άτομο ή υπερβαίνει το 0,5% του ετήσιου τζίρου.

Παράδειγμα 1

Επιχείρηση νοικιάζει αίθουσα ξενοδοχείου, για την διεξαγωγή σεμιναρίου με 35 άτομα, με κόστος ενοικίασης 10.000 €. Το κόστος για φόλντερ, σημειώσεις , στυλό και ένα βιβλίο σχετικό με το θέμα του είναι 4.540 €. Η δαπάνη αναγνωρίζεται καθώς ο νόμος αναφέρεται σε κόστος σίτισης και διαμονής.

Παράδειγμα 2

Επιχείρηση νοικιάζει αίθουσα ξενοδοχείου για 5.000 € με κόστος σίτισης 4.000 € και κόστος διαμονής 6.000 προσκαλώντας 20 στελέχη από προμηθευτική της εταιρεία. Το κόστος ανά άτομο είναι (4.000 + 6.000 ) / 20 = 500. Άρα ( 500 – 300 ) Χ 20  = 4.000 € θα είναι το ποσό της αναμόρφωσης.

Παράδειγμα 3

Στην ποιο πάνω επιχείρηση ο συνολικός τζίρος είναι 500.000 € . Το συνολικό ποσό που μπορεί να εκπέσει ετησίως είναι το 0,5% του συνολικού τζίρου άρα (500.000 Χ 0,5% = ) 2.500 €. Από τα 10.000 € που ήταν το συνολικό κόστος της συνάντησης , μετά την πρώτη επεξεργασία , πρέπει να αναμορφώσουμε φορολογικά τα 4.000 € (20 Χ 200). Το ποσό που απομένει είναι 6.000 € . όμως η επιχείρηση μπορεί να εκπέσει μόνο 2.500 € . Άρα θα πρέπει να αναμορφωθούν φορολογικά ακόμη 3.500 € (6.000 – 2.500).

Άρα ο έλεγχος, και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να είναι διπλός και ως προς το κόστος ανά ημερίδα, (Το ποσό πάνω από 300,00 ευρώ ανά συμμετέχοντα) και γενικά το σύνολο των συγκεκριμένων δαπανών μέσα στην χρήση ,ή το φορολογικό έτος όπως λέγεται σήμερα η χρήση,(Η συνολική ετήσια δαπάνη πάνω από το 0,5% των ακαθαρίστων εσόδων).

θ2) Δαπάνες ψυχαγωγίας

Δεν εκπίπτουν οι δαπάνες ψυχαγωγίας με εξαίρεση τις επιχειρήσεις που παρέχουν ψυχαγωγία και οι δαπάνες αυτές πραγματοποιούνται στα πλαίσια της δραστηριότητάς τους.

Προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες.

Οι προσωπικές δαπάνες των εταίρων ,των μετόχων και γενικότερα των στελεχών των επιχειρήσεων δεν είναι δυνατό να καταχωρούνται στα βιβλία μιας επιχείρησης. Αν όμως για κάποιες από αυτές τις δαπάνες έχουν εκδοθεί παραστατικά στην εταιρία ή έχουν περαστεί μέσα από το ταμείο της επιχείρησης, θα πρέπει να αναμορφωθούν φορολογικά   καθώς δεν αναγνωρίζονται.

 η) Δαπάνες που καταβάλλονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που βρίσκεται σε κράτος μη συνεργάσιμο ή σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς. 

Η διάταξη αυτή ουσιαστικά φωτογραφίζει τις εξωχώριες εταιρείες ( offshore ) των οποίων τα τιμολόγια δεν αναγνωρίζονται ως δαπάνη. Αφήνει όμως ανοικτό το ενδεχόμενο να αποδείξει η επιχείρηση ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα την μεταφορά κερδών και κατά συνέπεια την φοροδιαφυγή. Διευκρινίζεται ότι η διάταξη δεν αποκλείει φυσικά ή νομικά πρόσωπα που βρίσκονται εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου εφόσον υπάρχει η νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ελλάδας και της συγκεκριμένης χώρας.

Σχετικά είναι το άρθρο 65 του 4172/2013 και οι:

ι)Λοιπές δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση.

Παρόλο που δεν αναφέρονται στην σχετική διάταξη , θα πρέπει ακόμη να πούμε ότι δεν εκπίπτουν .

-Αποσβέσεις οι οποίες έγιναν με ανώτερο ποσοστό συντελεστή από αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 24.

-Δαπάνες βασισμένες σε πλαστά ή εικονικά στοιχεία χωρίς να ενδιαφέρει την Φορολογική Αρχή αν ο αγοραστής έχει υπαιτιότητα.

-Γενικά όποια δαπάνη δεν θεωρείται βέβαια και εκκαθαρισμένη, που δεν πραγματοποιείται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, δεν αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, και δεν εγγράφεται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης συναλλαγών και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά .