Πως ελέγχει η εφορία

Οι κινήσεις μέσω τραπεζών είναι οι πρώτες που μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Αν ο ελεγχόμενος έχει την άποψη ότι τα κεφάλαια δεν αποτελούν εισόδημά του, θα πρέπει να αποδεικνύει το πραγματικό στοιχείο της συναλλαγής, για κάθε πίστωση των ποσών σε λογαριασμό/ούς του ελεγχόμενου, του/της συζύγου ή των προστατευόμενων μελών αυτών.

Η τεχνική με βάση το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και μετρητών, παρακολουθεί την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, του/της συζύγου και των προστατευόμενων μελών αυτών, με σκοπό να τους προσδιορίσει φορολογητέα ύλη.

Εξετάζονται είτε η κατάθεση σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε η ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, τα διαθέσιμα, τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
 
Κατά την τεχνική αυτή από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.

Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς.

To νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξήσεις/ μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα.

Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Ποιες εξηγήσεις δέχεται η εφορία ;

Ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα ανταπόδειξης σε περίπτωση διορθωτικού προσδιορισμού φορολογητέας ύλης με τις τεχνικές ελέγχου των έμμεσων μεθόδων.

Οι διαφορές μεταξύ προσδιορισθείσας βάσει τεχνικών ελέγχου και δηλωθείσας φορολογητέας ύλης αιτιολογούνται με τεκμηριωμένα στοιχεία που προσκομίζονται από τον φορολογούμενο και δικαιολογούν έσοδα αποκτηθέντα και μη δηλωθέντα σε κάθε ελεγχόμενη/ νο φορολογική περίοδο/διαχειριστικό έτος, όπως πωλητήρια συμβόλαια, δηλώσεις φόρου δωρεάς- κληρονομιάς χρημάτων, κέρδη από τυχερά παίγνια γενικά, συμβάσεις δανείων και κάθε σχετικό έγγραφο το οποίο θα φέρει βεβαία ημερομηνία και στοιχεία νομιμότητας.

Αν σε κάποια φορολογική περίοδο, το φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου/ης και του/της συζύγου του προσδιορίστηκε τεκμαρτά, ο τεκμαρτός προσδιορισμός θα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του τελικού φορολογητέου εισοδήματος.

Σε κάθε περίπτωση το βάρος της απόδειξης φέρει ο φορολογούμενος.
 
Έλεγχος στα πάντα
 
Με την εφαρμογή των νέων τεχνικών, ο έλεγχος επεκτείνεται και σε άλλους φόρους, πέραν τους φόρους εισοδήματος.

Τα ακαθάριστα εισοδήματα ή συνολικά έσοδα που προκύπτουν, λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των φόρων, τελών και εισφορών και στις λοιπές φορολογίες. Ο προσδιορισμός πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για κάθε φορολογία.
 
Επί του προσδιορισθέντος συνολικού καθαρού εισοδήματος προσδιορίζεται και η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης, καθώς και κάθε άλλη επιβάρυνση που προβλέπονταν κάθε χρονιά.
 
 Πώς γίνονται οι έλεγχοι ;

Μέσω τεχνικών υπολογισμών, η εφορία προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου.
 
Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται ισοζύγιο με δύο βασικές στήλες: «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων» και «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων».

Στην πρώτη στήλη Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων περιλαμβάνονται τα κάθε μορφής έσοδα που έχουν εισπραχθεί στην διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου, των οποίων αποδεικνύεται η πραγματοποίηση και η νομιμότητα των συναλλαγών.
 
Στην δεύτερη στήλη Αναλώσεις Κεφαλαίων /Εσόδων περιλαμβάνονται όλες οι πραγματοποιθείσες αναλώσεις, κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου.
 
Η διαφορά μεταξύ στήλης «Αναλώσεις Κεφαλαίων/ Εσόδων» και στήλης «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων», θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Με άλλη τεχνική, δημιουργείται το οικονομικό ιστορικό του φορολογούμενου φυσικού προσώπου και προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, τις διάφορες απαιτήσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές (ενεργητικό), τις υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές (παθητικό), τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες ως και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).
 
Κατά την τεχνική αυτή δημιουργείται ο Πίνακας Ενεργητικού και Παθητικού για όλες τις ελεγχόμενες φορολογικές περιόδους με φορολογική περίοδο βάσης την αμέσως προηγούμενη από την πρώτη ελεγχόμενη φορολογική περίοδο. Στο Ενεργητικό περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την λήξη κάθε φορολογικής περιόδου. Στο Παθητικό περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η διαφορά Ενεργητικού-Παθητικού αποτελεί την Καθαρή Θέση κάθε φορολογικής περιόδου.
 
Από την καθαρή θέση λήξης κάθε φορολογικής περιόδου αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης.

Οι αυξήσεις/μειώσεις της Καθαρής Θέσης αναπροσαρμόζονται με τις περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος (αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κερδών από τυχερά παίγνια, ανταλλαγής) και τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών, με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους, και συγκρίνονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
 
Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Τέλος, με την Τεχνική ελέγχου του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά, από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.
 
Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς.
 
Το νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξήσεις/ μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα.
 
Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.

Τραπεζικό απόρρητο

Μια μεγάλη συζήτηση υπάρχει στη Χώρα μας, λόγω κυρίως του προβλήματος που αφορά στην υπέρ φορολόγηση των εισοδημάτων, για την αναγκαιότητα μεταφοράς – κυρίως επιχειρήσεων- αλλά και κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Ακούμε συχνά λοιπόν την έκφραση «δεν πάει άλλο… Θα «μεταφερθώ» στη Βουλγαρία, στη Κύπρο, στα νησιά Cayman κλπ.», ενώ ακόμα πιο συχνά λαμβάνουμε αιτήματα για μεταφορές επιχειρήσεων σε κάποια άλλη χώρα ευρωπαϊκή ή μη, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς φορολογικούς  συντελεστές.
Η «μεταφορά» μάλιστα, συνδυάζεται πάντα και με το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού στη χώρα της «νέας» επαγγελματικής δραστηριότητας.
Εδώ να επισημάνουμε, ότι το θέμα  μας δεν αφορά την ορθότητα ή τη νομιμότητα των κινήσεων αυτών, αλλά την αναγκαιότητα της πληροφόρησης μας, ειδικά για το θέμα του Τραπεζικού απορρήτου σε διεθνές επίπεδο.

Η έννοια του «παγκόσμιου εισοδήματος», όπως επίσης και η υποχρέωση δήλωσης αυτού στις αρμόδιες φορολογικές αρχές, για την πλειοψηφία των Ελλήνων είναι έννοιες καινούργιες και συνυφασμένες με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Χώρας μας απέναντι στους δανειστές της .  Στην πραγματικότητα όμως η υιοθέτηση της έννοιας αυτής όπως και πολλών άλλων συναφών έχει διαφορετικές ρίζες. Η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών συναλλαγών διευκόλυνε τους φορολογούμενους – φυσικά πρόσωπα, εταιρίες και funds – να διατηρούν επενδύσεις και ρευστό σε εξωχώριους τραπεζικούς παραδείσους αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την δυσβάσταχτη φορολόγηση στη χώρα της φορολογικής τους κατοικίας.

Η οργανωμένη φορολογική απάτη, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και η παράνομη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, έχουν αναχθεί σε μείζον πρόβλημα παγκόσμιας εμβέλειας. Σε συνέχεια ποινικών και αστικών διώξεων εις βάρος τραπεζικών κολοσσών (UBS, Credit Suisse , HSBC) στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι τραπεζίτες στην Ελβετία υποχρεωτικά πλέον αφενός ζητούν αναλυτική δήλωση πόθεν έσχες συνοδευόμενη από τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία κι αφετέρου – σε εκτέλεση της σύμβασης μεταξύ Ελβετίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις – θέτουν ως προϋπόθεση την έγγραφη συναίνεση του υποψηφίου πελάτη για την κοινοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του στις φορολογικές αρχές της χώρας κατοικίας του (σύμφωνα με το παλαιότερο καθεστώς οι πελάτες των ελβετικών τραπεζών είχαν την επιλογή της αυτόματης καταβολής φόρων 35% στους τόκους με αντάλλαγμα τη φορολογική ανωνυμία τους).

Η λίστα  Φαλσιανί προκάλεσε πολιτικούς τριγμούς και σφοδρές αντιπαραθέσεις κυρίως στη Γαλλία  και την Ιταλία, στάθηκε ωστόσο αφορμή για ουσιαστικούς φορολογικούς ελέγχους  (στη χώρα μας η λίστα αυτή μεταβαπτίστηκε «λίστα Λαγκάρντ»). Η βασική ένσταση των φορολογουμένων στους οποίους έχουν καταλογιστεί πρόστιμα και φόροι δεν είναι άλλο από την μη αποδοχή στοιχείων που έχουν αποσπαστεί παράνομα από τράπεζες στην Ελβετία. Το επιχείρημα αυτό από νομική σκοπιά κρίνεται παραπάνω από νόμο και ουσία βάσιμο καίτοι μέσω των κινήσεων των επίμαχων λογαριασμών περιγράφονται αναλυτικά δαιδαλώδεις διαδρομές εισοδημάτων που παρανόμως αρχικώς αποκτήθηκαν και στη συνέχεια αποκρύφτηκαν από τους ελεγκτικούς  φορολογικούς μηχανισμούς. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο το γεγονός ότι σε χώρες όπως η Γερμανία το μέτρο της «αντικαταγγελίας» απέφερε έσοδα υπέρ πολλαπλάσια του αναμενόμενου.

Στη χώρα μας το ΚΕΦΟΜΕΠ αργά αλλά σταθερά προχωρά στην επεξεργασία και σε διαστραυρωτικούς ελέγχους αναφορικά με το νόμιμο ή παράνομο τρόπο επαύξησης της περιουσίας φυσικών και νομικών προσώπων μέσω των επίσημων πλέον στοιχείων (εμβάσματα μεταφοράς χρημάτων) που έχει στη διάθεσή του. Αγκάθια στη διαδικασία η προέκταση του ελέγχου σε παρελθοντικά και δη παραγεγραμμένα οικονομικά έτη και μάλιστα με αναδρομική εφαρμογή μεταγενέστερων και κυρίως δυσμενέστερων διατάξεων Φορολογίας Εισοδήματος μέσω  της επίκλησης παραγγελιών του κ. Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος στις οποίες ωστόσο δεν κατονομάζονται πρόσωπα. Ο Ν 4174 διακόπτει την παραγραφή για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αποστολή αιτήματος πληροφοριών σε ξένη χώρα μέχρι την παραλαβή της σχετικής απάντησης.
Ήδη το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έχει αποφανθεί αρνητικά για τις εν λόγω πρακτικές. Τον δρόμο βέβαια στην κατακεραύνωση τοιαύτων πρακτικών έχει ανοίξει το Διοικητικό Εφετείο Χανίων (σε υπόθεση επιβολής προστίμου ΚΒΣ) επικαλούμενο νομολογία του ΔΕΕ όπως και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε παλαιότερη γνωμοδότηση του (αναφορικά με την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να διενεργεί ελέγχους φορολογίας εισοδήματος σε παραγεγραμμένα οικονομικά έτη). Σε αναμονή της κρίσης του ΣτΕ επί θεμάτων παραγραφής οι έλεγχοι συνεχίζουν να διενεργούνται ακολουθώντας την αυτή πρακτική. Ταυτόχρονα, η υλοποίηση της σκέψης περί “αυτοκαταγγελίας” των αδήλωτων εισοδημάτων φαίνεται να έχει ωριμάσει.

Τον Οκτώβρη του 2014 και στα πλαίσια του παγκόσμιου Φόρουμ για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ περισσότερες από 80 χώρες δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν μέχρι το 2017-18 ένα σύστημα αυτόματης ανταλλαγής χρηματοοικονομικών πληροφοριών, ένα μέτρο που θίγει το τραπεζικό απόρρητο και συνιστά αξιοσημείωτη πρόοδο για την αντιμετώπιση της φορ αποφυγής. Υπόχρεοι στην παροχή πληροφοριών δεν είναι μόνο οι Τράπεζες αλλά και χρηματιστηριακές και ασφαλιστικές εταιρίες.

Με βάση αυτή τη συμφωνία, 51 χώρες δεσμεύονται να ξεκινήσουν την ετήσια ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν φυσικά και νομικά πρόσωπα από τον Σεπτέμβριο του 2017, αφού αποφασίσουν ποια θα είναι η εθνική αρχή που θα έχει την αρμοδιότητα να συλλέγει και να μεταβιβάζει τις τραπεζικές πληροφορίες των αλλοδαπών στις άλλες χώρες. Άλλες 30 χώρες δεσμεύτηκαν, με ξεχωριστή συμφωνία, ότι θα είναι έτοιμες μέχρι το 2018. Μεταξύ αυτών είναι η Αυστρία, η Ελβετία και άλλα σημαντικά χρηματοοικονομικά κέντρα όπως οι Μπαχάμες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Η συμφωνία αυτή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρουσιάζει ωστόσο σοβαρές ατέλειες δεδομένου ότι :

οι πληροφορίες θα παρέχονται αυτόματα σε ετήσια βάση

οι πληροφορίες θα ανταλλάσσονται αυτόματα και σε ετήσια βάση μόνο μεταξύ κρατών που έχουν αμφότερα δεσμευθεί για την τήρηση της συμφωνίας. Αν δηλαδή μία εκ των δύο χωρών δεν έχει κυρώσει  τη συμφωνία αίρεται η αυτόματη ετήσια υποχρέωση παροχής πληροφοριών μεταξύ τους.

οι πληροφορίες μπορούν να ανταλλάσσονται και κατόπιν αποστολής σχετικού αιτήματος μεταξύ αρμοδίων προς τούτο εθνικών Αρχών στα πλαίσια φορολογικής, αστικής ή ποινικής έρευνας

οι πληροφορίες που συλλέγονται από την αρμόδια Αρχή μίας χώρας στα πλαίσια εθνικής φορολογικής, αστικής ή ποινικής έρευνας μπορούν ν’ αποστέλλονται αυτοβούλως στην αρμόδια Αρχή άλλης χώρας εφόσον κριθεί πως είναι αρμόδια προς συνέχιση της (αρχικής) έρευνας.

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες προτίμησαν ν’ απέχουν από την θέση σε ισχύ της συμφωνίας. Οι χώρες αυτές είναι η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, η Λευκορωσία, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, η Γεωργία, το Βατικανό, το Καζακστάν , η ΠΓΔΜ, η Μολδαβία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Ουκρανία.

Η Βουλγαρία επίσης απέχει από τη διαδικασία, δεσμεύεται ωστόσο από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή οδηγία.

Η Ελβετία δεσμεύεται από αυστηρές διμερείς συμβάσεις μέχρι το 2018 που θα ενταχθεί επίσημα στο εν λόγω σύστημα.

Στα πρώτα στάδια εφαρμογής της η συμφωνία αφορά μονάχα λογαριασμούς ή λοιπά τραπεζικά, ασφαλιστικά ή εν γένει χρηματοπιστωτικά προϊόντα των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 250.000$. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ανακοίνωση ισχύος της συμφωνίας ως την ημεροχρονολογία εφαρμογής της , θεωρείται δεδομένο ότι πολλοί λογαριασμοί θα σπάσουν σε μικρότερους που δε θα ξεπερνούν το προαναφερθέν ποσό ή θα μεταφερθούν σε κράτη που δεν έχουν δηλώσει ρητή πρόθεση κύρωσης της συμφωνίας.

Αγκάθι στη διαδικασία χρηματοοικονομικά κέντρα (όπως ο Παναμάς, τα Νησιά Κουκ, το Παλάου και το Βανουάτου) που δεν έχουν ακόμη διευκρινίσει πότε κι εάν θα ενταχθούν στο σύστημα αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ η Σιγκαπούρη δεν μετέχει καθόλου στη διαδικασία αυτή. Η Ελβετία επίσης δε μετέχει στη διαδικασία μέχρι το 2018, έχει υπογράψει όμως διμερείς συνθήκες τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωσή όσο και με τις ΗΠΑ- οι οποίες επίσης απέχουν από τη διαδικασία. Αντίθετα, η πλειοψηφία των φορολογικών παραδείσων (που επισήμως χαρακτηρίζονται έτσι από το ΔΝΤ λόγω της χαμηλής φορολογίας που παρέχουν σε μη κατοίκους που χρησιμοποιούν το τραπεζικό και εν γένει χρηματοπιστωτικό τους σύστημα για τη διενέργεια συναλλαγών)  έχει  ενταχθεί στη συμφωνία .

Το τελευταίο δίμηνο που συμπίπτει με την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος  όπως επίσης και κάθε φορά που αναπαράγεται από τα ΜΜΕ η είδηση που αφορά χαμηλή φορολογία επαναπατρισμού κεφαλαίων τίθεται το αυτό ερώτημα : « να τα δηλώσω ή όχι;» . Η απάντηση φρονώ πως είναι απλή. Για κάθε λογαριασμό που υφίσταται ή θα ανοιχθεί τα επόμενα χρόνια εκτός ελληνικής Επικράτειας, για κάθε εν γένει οικονομική, χρηματιστηριακή ή ασφαλιστική συναλλαγή που διενεργείται, νόμιμη ή παράνομη,  ο φορολογικός ελεγκτικός μηχανισμός θα λαμβάνει ενημερωτικό δελτίο που θα περιλαμβάνει τα στοιχεία του φυσικού ή νομικού προσώπου, το ΑΦΜ, τη διεύθυνση και λοιπά στοιχεία επικοινωνίας  του δικαιούχου ή διενεργούντος τη συναλλαγή αυτόματα σε ετήσια βάση.
Αρχικά θα αφορά οικονομικές συναλλαγές που ξεπερνούν τα 250.000$, αργότερα θα επεκταθεί στο σύνολο των συναλλαγών. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η πληροφόρηση θα είναι σχεδόν on line λόγω αυστηρότερου νομικού φορολογικού πλαισίου.  Σε περιπτώσεις αποστολής αιτημάτων πληροφοριακών δελτίων η ανταπόκριση των αρμοδίων προς τούτο αλλοδαπών Αρχών θα είναι άμεση τουλάχιστον στις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα του ΟΟΣΑ.

Τέλος, ήδη  εξαγγέλθηκε από το Υπουργείο ΟΙκονομικών η εγκατάσταση ενός συστήματος on time monitoring βάσει ΑΦΜ – αρχικώς των νομικών προσώπων και στη συνέχεια και των φυσικών – του συνόλου των οικονομικών συναλλαγών (άρα και πιστωτικών καρτών) από ή προς την ελληνική Επικράτεια σε συνεργασία με την Τειρεσίας ΑΕ, την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων η οποία εσχάτως δυναμώνει το ρόλο της με το πέρασμα σε αυτήν των αρμοδιοτήτων ελέγχου φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων του ΣΔΟΕ. Το εάν οι συναλλαγές αυτές θα αποτελέσουν αντικείμενο ενδελεχούς ελέγχου ή όχι και σε τι βαθμό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί καταρχήν να προβλεφθεί.

 

Φορολογικά και νομικά ζητήματα των κοινών τραπεζικών λογαριασμών

Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η χρήση των λεγόμενων κοινόχρηστων τραπεζικών λογαριασμών στις ελληνικές τράπεζες, οι αποκαλούμενοι και joint accounts.

Ο θεσμός των κοινών τραπεζικών λογαριασμών, μπορεί να μοιάζει επωφελής για τους οφειλέτες οι οποίοι έτσι εξασφαλίζουν ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους, όμως η διατήρηση του λογαριασμού αυτού έχει και μερικούς εν δυνάμει κινδύνους.

Τι είναι ο κοινόχρηστος τραπεζικός λογαριασμός

Κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό σε μία Τράπεζα στον οποίο δικαιούχος δεν θα είναι μόνο αυτός αλλά και άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία θα συμπράξουν ή και δεν θα συμπράξουν κατά την κατάρτιση της σύμβασης αλλά θα έχουν σε κάθε περίπτωση δικαίωμα χρήσης των καταθέσεων.

Ας δούμε όμως περιπτώσεις χρήσης των λογαριασμών αυτών, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο από φορολογική όσο και από νομική πλευρά.

Ανάληψη καταθέσεων από τον συνδικαιούχο

Η ιδιομορφία του κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού έγκειται στο ότι χρήση αυτού μπορεί να κάνει κάθε συνδικαιούχος έχοντας δικαίωμα ανάληψης σε ολόκληρο το ποσό ανεξάρτητα του ποιος ήταν ο καταθέτης αυτού.

Με αυτόν τον τρόπο συχνό είναι το φαινόμενο οικογενειακών-προσωπικών ερίδων που οδήγησαν σε ακραίες ενέργειες συζύγων-συγγενών οι οποίοι για προσωπικούς εκδικητικούς ή άλλους λόγους ανέλαβαν ολόκληρο το ποσό ενός κοινόχρηστου λογαριασμού οδηγώντας στην οικονομική καταστροφή τον πραγματικό χρήστη-καταθέτη του λογαριασμού αυτού.

Κατάσχεση κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού

Ο κοινόχρηστος λογαριασμός όσον αφορά τις κατασχέσεις διαιρείται ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων. Τεκμαίρεται δηλαδή πως στον συνδικαιούχο αναλογεί το υπάρχον κατατεθειμένο  χρηματικό ποσό διαιρεμένο με το σύνολο των συνδικαιούχων.

Σε περίπτωση που συνδικαιούχος λογαριασμού οφείλει σε τρίτο και ο τρίτος αυτός προβεί σε κατάσχεση του κοινόχρηστου λογαριασμού, το μέγιστο ποσό που δύναται να κατάσχει είναι το ½ ή 1/3 ή ¼ (ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων).

Προσοχή: Να σημειώσουμε εδώ πως το ίδιο δεν ισχύει στην περίπτωση που δανειστής είναι η ίδια η Τράπεζα στην οποία τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός, η οποία μπορεί να κατασχέσει όλο το διαθέσιμο ποσό (ΑΠ 1812/2007).

Σε περίπτωση λοιπόν που οφείλετε σε Τράπεζα από δανειακή σύμβαση και διατηρείτε κοινόχρηστο λογαριασμό, η πρακτική που ακολουθείται είναι να σας κοινοποιηθεί μια επιστολή Συμψηφισμού για ικανοποίηση ληξιπρόθεσμης απαίτησης με βάση την οποία σας γνωστοποιούν την κατάσχεση ολόκληρου του ποσού. Η κοινοποίηση της επιστολής αυτής (δήλωση) είναι απαραίτητη. Ανερυθρίαστα μάλιστα τα τραπεζικά ιδρύματα κάνουν χρήση του δικαιώματος συμψηφισμού των απαιτήσεών τους από τον οφειλέτη πελάτη τους, όταν οι ίδιες στις δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνουν προδιατυπωμένο όρο με βάση τον οποίο υποχρεώνουν τον δανειολήπτη σε παραίτηση από το δικό του δικαίωμα συμψηφισμού έναντι απαιτήσεών του από την τράπεζα.

Φορολογικοί έλεγχοι και κοινόχρηστοι λογαριασμοί

Σε φορολογικό έλεγχο πολλές φορές ζητείται από τον ελεγχόμενο να αποδείξει από πού προέρχονται τα εισοδήματα και η ρευστότητά του με τις φορολογικές του δηλώσεις και τα τεκμήριά του. Εάν ο ελεγχόμενος αυτός συμμετέχει σε κοινόχρηστο λογαριασμό, ίσως να χρειαστεί να αποδείξει στους υπαλλήλους του Υπ. Οικονομικών πως η συμμετοχή του στις τραπεζικές καταθέσεις είναι μεγαλύτερη της τεκμαιρόμενης αναλογίας με βάση την οποία κάνουν τους υπολογισμούς τους οι φορολογικές αρχές.

Στην πράξη δεν μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια η αιτία κάθε κατάθεσης ή ανάληψης η οποία γινόταν σε τέτοιο λογαριασμό αφού ζητούμε από τους ελεγχόμενους να επιδείξουν λεπτομερή στοιχεία για συναλλαγές που έλαβαν χώρα πολλά χρόνια στο παρελθόν. Οι ελεγκτές του Υπ. Οικονομικών επειδή αδυνατούν να διασταυρώσουν τον πραγματικό καταθέτη καταμερίζουν το κατατεθειμένο κοινόχρηστο ποσό αναλογικά μετακυλώντας το βάρος απόδειξης στον ελεγχόμενο φορολογούμενο.  Έτσι οδηγηθήκαμε σε επιβολές υπέρογκων φόρων και προστίμων αφού τα χρησιμοποιούμενα ποσά θεωρούνταν ως εισόδημα από άγνωστη πηγή.  

Φόρος κληρονομιάς και κοινόχρηστες τραπεζικές καταθέσεις

Η Φορολογία Κληρονομιών και Δωρεών προβλέπει απαλλαγή φόρου εφόσον συνδικαιούχος (ακόμη και κληρονόμος) προχωρήσει σε ανάληψη χρημάτων (μέρους ή και όλου του ποσού) μετά τον θάνατο κάποιου άλλου από τους συνδικαιούχους. Μόνη προϋπόθεση για απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς όπως προαναφέρθηκε είναι η προΰπαρξη του άρθρου 2 Ν.5638/1932 στην τραπεζική σύμβαση.

Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα για κάλυψη τεκμηρίου αγοράς ή τεκμηρίου διαβίωσης;

Δυστυχώς και σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει διάσταση μεταξύ των φορολογικών διατάξεων. Ο φορολογούμενος πολίτης μπορεί να αναλάβει το ποσό του λογαριασμού και να απαλλαγεί έτσι από τον φόρο κληρονομιών-δωρεών (περίπτωση άρθρου 2 Ν.5638/1932). Τα χρήματα όμως αυτά δεν μπορεί να τα επικαλεστεί για δικαιολόγηση τεκμηρίων αγοράς ή διαβίωσης, γιατί βάσει της φορολογίας εισοδήματος δεν προκύπτει η απαλλαγή τους. Οδηγείται έτσι ο φορολογούμενος στην υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς-δωρεάς και στην καταβολή του αναλογούντος φόρου. Οφείλει το Υπουργείο Οικονομικών να εναρμονίσει τα δύο αυτά βασικά νομοθετήματα παίρνοντας ξεκάθαρη θέση και τροποποιώντας τα αντίστοιχα άρθρα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει αυτή η σύγκρουση διατάξεων.

Ο νόμος λοιπόν, όπως παντού, καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο και η μεμονωμένη περίπτωση κάθε πολίτη εμπίπτει στο πλαίσιο αυτό ανάλογα με τα προσωπικά του πραγματικά περιστατικά. Άλλη φορολογική μεταχείριση θα υπάρξει εάν η ανάληψη γίνει πριν τον θάνατο του συνδικαιούχου και άλλη αν γίνει πριν. Επίσης πρέπει να προσέξουμε τι προβλέπει η σύμβασή μας για τη δημιουργία του τραπεζικού κοινόχρηστου λογαριασμού ώστε να μην υποπέσουμε σε σφάλματα που μπορεί να επισύρουν και πρόστιμα για αποκρυφθέν αδήλωτο εισόδημα.

Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο να κατάσχονται αυτόματα χρήματα από τραπεζικούς λογαριασμούς, ακόμα και αν τα χρηματικά ποσά που βρίσκονται σε αυτούς είναι κάτω των 1.000 ευρώ, ή ακόμα και όταν πρόκειται για χρήματα που κατατίθεται ως σύνταξη, ως μισθός ή ως κοινωνικό επίδομα- βοήθημα.

Όμως ο νόμος παρέχει προστασία προς τον πολίτη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 20 του νόμου 4161/2013,  καθώς και το άρθρο 31 του ΚΕΔΕ, προβλέπει ρητά, πως ο καταθέτης μπορεί να προστατεύσει τις χρηματικές καταθέσεις που βρίσκονται στον τραπεζικό λογαριασμό του, δηλώνοντας στην Τράπεζα που έχει τον λογαριασμό, ότι σε αυτόν πιστώνεται η σύνταξη / ο μισθός / το κοινωνικό επίδομα- βοήθημα του.

Έτσι ο νόμος διασφαλίζει :

το ακατάσχετο ΓΙΑ ΑΤΟΜΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ:
δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το υπόλοιπό τους είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ, όταν πρόκειται  για χρέη προς το δημόσιο (εφορία κτλ)
ή δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το υπόλοιπό τους είναι μικρότερο των 1.500 ευρώ για χρέη προς ιδιώτες (χρέη προς τράπεζες κτλ)

το ακατάσχετο ΓΙΑ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ:
δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το συνολικό υπόλοιπό τους είναι  μικρότερο των  2.000 ευρώ, για όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή όταν πρόκειται για χρέη είτε προς το Δημόσιο είτε προς ιδιώτες και στις δύο περιπτώσεις
(Για παράδειγμα όταν ένα ζευγάρι συνταξιούχων έχει ένα βιβλιάριο κατάθεσης, με υπόλοιπο 2.400 ευρώ, το ακατάσχετο είναι 1.000Χ2= 2.000 ευρώ.)

 Αν ο μισθός, η σύνταξη ή το βοήθημα υπερβαίνει συνολικά το ποσό το ελάχιστο ποσό των 1.000/1.500 ευρώ για ατομικό λογαριασμό (ή 2.000 για κοινό λογαριασμό), τότε επιτρέπεται η κατάσχεση του 25%, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που απομένει δεν είναι μικρότερο από το ελάχιστο όριο που ορίζεται (1.000/1.500 ευρώ για ατομικό λογαριασμό και 2000 για κοινό λογαριασμό)».

ΣΥΝΕΠΩΣ, ο πολίτης μπορεί να προστατευτεί από την κατάσχεση με την ακόλουθη ενέργεια:

Να  πάει στην τράπεζα και να δηλώσει τον αριθμό λογαριασμού στον οποίο πιστώνεται η σύνταξη/ μισθός / κοινωνικό επίδομα-βοήθημα, και να δηλώσει τον τραπεζικό λογαριασμό που θέλει να προστατεύσει. 
Στην περίπτωση που ήδη έχει πέσει θύμα κατάσχεσης, τότε θα πρέπει να απευθυνθεί στο Υπουργείο Οικονομικών. Δυστυχώς , είναι σχετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει ο πολίτης να λάβει τα χρήματά του πίσω, αν έχει ήδη γίνει κατάσχεση.