Από τις 29 Σεπτεμβρίου 2009 τέθηκε σε ισχύ ο Ν 3777/ 2009 για τις «Διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών και άλλες διατάξεις», που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την 10η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ. Κατά αυτόν τον τρόπο δίνεται λύση στο χρόνιο πρόβλημα του νομικού κενού στο ζήτημα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων στην Ελλάδα. Περαιτέρω, με τη ψήφιση του N 3777/2009 έχουν πλέον εφαρμογή και οι ευεργετικές φορολογικές διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του Ν 2578/1998 σχετικά με τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ι. Εισαγωγή

ΙΙ. Οδηγία 2005/56 /ΕΚ

ΙΙΙ. Παρουσίαση Ν 3777/2009 για διασυνοριακές συγχωνεύσεις

IV. Φορολογικές ρυθμίσεις διασυνοριακών συγχωνεύσεων βάσει Ν 2578/1998

Ι. Εισαγωγή

Ένας από τους κυριότερους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και είναι η δημιουργία μιας ελεύθερης εσωτερικής αγοράς που να διευκολύνει την ανεμπόδιστη δυνατότητα συγκέντρωσης κεφαλαίων και επιχειρήσεων, ώστε να καθίσταται ευκολότερη και πιο ανταγωνιστική η πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Στο πλαίσιο του ήδη διεθνοποιημένου και άκρως ανταγωνιστικού παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος, η ανάγκη για συγκεντρώσεις κεφαλαίων και επιχειρήσεων μέσω διασυνοριακών συγχωνεύσεων, εμφανίζεται διαρκώς αυξανόμενη και με μεγαλύτερη συχνότητα, όχι μόνο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως για εταιρείες προερχόμενες από μικρές αγορές, όπως είναι η ελληνική, η οποία δεν διαθέτει το απαραίτητο οικονομικό μέγεθος ώστε να μπορούν οι ελληνικές επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακας.

Παρά την επιτακτική ανάγκη των τελευταίων δεκαετιών για την υλοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απουσίαζε το απαραίτητο κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο που θα ρύθμιζε την εκτέλεσή τους. Στις περισσότερες έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρχε νομοθετική ρύθμιση για την καταχώριση διασυνοριακών συγχωνεύσεων, ενώ υπήρχαν έννομες τάξεις στις οποίες ρητά δεν επέτρεπαν διεθνείς συγχωνεύσεις. Ακόμη και στις χώρες όπου επιτρεπόταν η διασυνοριακή συγχώνευση, υπήρχαν σοβαροί προβληματισμοί για το εφαρμοστέο δίκαιο, συνέπεια της σώρευσης περισσότερων εννόμων τάξεων. Όσον αφορά στο ελληνικό δίκαιο, δεν υπήρχαν (μέχρι την ψήφιση του Ν 3777/2009 ) διατάξεις που να αναγνωρίζουν τη δυνατότητα διασυνοριακής συγχώνευσης, με την εξαίρεση το επιχείρημα ότι το Ελληνικό δίκαιο ανέχεται και επιτρέπει την αλλαγή εθνικότητας και τη μεταφορά έδρας ελληνικής εταιρείας στο εξωτερικό. Απέναντι σε αυτό το νομικό κενό, οι επιχειρήσεις αναγκάζονταν να προσφεύγουν σε εναλλακτικούς μηχανισμούς και σε περίπλοκες και δαπανηρές νομικές κατασκευές, για τις οποίες δεν υπήρχε ούτε η απαραίτητη νομική βεβαιότητα ούτε το απαιτούμενο φορολογικό κίνητρο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων, κυρίως των ανωνύμων εταιρειών, επιχειρήθηκε παλαιότερα να λυθεί μέσω της προώθησης σχετικής πρότασης οδηγίας που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1973 για να προβληθεί και πάλι βελτιωμένη από την Επιτροπή από την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1984. Δυστυχώς, το σχέδιο αποτέλεσε αντικείμενο μακρών και μη αποδοτικών διαπραγματεύσεων οι οποίες δεν κατέληξαν τελικά σε έκδοση σχετικής οδηγίας.

Περαιτέρω και χωρίς να υπάρχει πρόθεση ειδικότερης ανάλυσης των σχετικών περί συγχώνευσης άρθρων του Κανονισμού 2157/8.10.2001 (Καταστατικό Ευρωπαϊκής Εταιρείας), αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από το 2001 υπάρχουν διατάξεις που επιτρέπουν τη συγχώνευση δύο τουλάχιστον κοινοτικών ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες διέπονται από τα δίκαια διαφορετικών κρατών μελών, με αποτέλεσμα τη σύσταση ευρωπαϊκής εταιρείας.

Τέλος, είναι αξιομνημόνευτο ότι μόλις 18 ημέρες μετά τη δημοσίευση του πολυαναμενόμενης «10ης Οδηγίας» για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών (Οδηγία 2005/56 /ΕΚ), το ΔΕΚ αντιμετώπισε το ζήτημα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων με την απόφαση SEVIC (Υποθ. C-411/2003 απόφαση της 13.12.2005). Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της διαφοράς που κλήθηκε το Δικαστήριο να επιλύσει ήταν η άρνηση του γερμανικού εμπορικού μητρώου να καταχωρήσει συγχώνευση μεταξύ της γερμανικής SEVIC και της λουξεμβουργιανής Security Vision με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη. Συνεχίζοντας την παράδοση των αποφάσεων Centros, Uberseering και Inspire Art που προωθούν την κινητικότητα των εταιρειών, το ΔΕΚ έκρινε ότι η πρόβλεψη του γερμανικού νόμου για δυνατότητα συγχώνευσης μόνο εταιρειών που εδρεύουν στη Γερμανία, αποκλείοντας τη συμμετοχή αλλοδαπών εταιρειών με έδρα άλλο κράτος μέλος, προσβάλει το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης (άρθρα 43 και 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας).

ΙΙ. Οδηγία 2005/56 /ΕΚ

Δεδομένης της επιτακτικής ανάγκης να καλυφθεί το σημαντικό νομικό κενό και να θεσπιστούν κοινοτικές διατάξεις για τη διευκόλυνση διασυνοριακών συγχωνεύσεων μεταξύ ευρωπαϊκών κεφαλαιουχικών εταιρειών διαφόρων μορφών, με στόχο την ασφάλεια δικαίου και την εξασφάλιση της δυνατότητας αυτής στο μέγιστο αριθμό επιχειρήσεων, κυρίως εκείνων που δεν επιθυμούν να αποκτήσουν καθεστώς Ευρωπαϊκής εταιρείας, εκδόθηκε η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών, η επονομαζόμενη «10η Οδηγία».

Λεπτομερή περιγραφή των νέων διατάξεων για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις γίνεται παρακάτω στην παρουσίαση του νέου Ελληνικού N 3777/2009 για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών, νόμου που εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την 10η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ. Εν τούτοις, για πληρέστερη κάλυψη του νέου καθεστώτος, θα θέλαμε να σημειώσουμε, βάσει των διατάξεων της 10ης Οδηγίας, τα κάτωθι:

  • Τα κράτη-μέλη είναι υποχρεωμένα να επιτρέπουν τη διασυνοριακή συγχώνευση μεταξύ εγχώριας και Κοινοτικής εταιρείας εφόσον η εθνική τους νομοθεσία επιτρέπει τις συγχωνεύσεις μεταξύ των συγκεκριμένων μορφών εταιρειών.
  • Σε περίπτωση που η 10η Οδηγία δεν προβλέπει διαφορετικά, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας που θα εφαρμοζόταν σε περίπτωση εθνικής συγχώνευσης. Εν τούτοις, το Ελληνικό δίκαιο δεν πρέπει να εισάγει περιορισμούς, με εξαίρεση περιορισμούς που δικαιολογούνται λόγω δημοσίου συμφέροντος.
  • Το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης πρέπει να καταρτίζεται υπό τους ίδιους όρους για όλες τις ενδιαφερόμενες εταιρείες στα διάφορα κράτη μέλη. Για αυτό το λόγο, η 10η Οδηγία προβλέπει το ελάχιστο περιεχόμενο του κοινού σχεδίου, αφήνοντας τις εταιρείες να συμφωνούν περαιτέρω στοιχεία του σχεδίου.
  • Για λόγους ασφάλειας δικαίου, δεν επιτρέπεται η κήρυξη ακυρότητας διασυνοριακής συγχώνευσης μετά την ημερομηνία κατά την οποία η συγχώνευση ολοκληρώνεται, ήτοι κατά το χρόνο που η εγκριτική πράξη του Υπουργού Ανάπτυξης καταχωρηθεί στο Τμήμα Γενικού Εμπορικού Μητρώου της Γραμματείας του Υπουργείου, βάσει του Ελληνικού δικαίου.
  • Οι διατάξεις για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων, τόσο σε κοινοτικό επίπεδο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 139/2004 3, όσο και σε επίπεδο κρατών μελών, εξακολουθούν να ισχύουν σε περίπτωση διασυνοριακών συγχωνεύσεων.
  • Στην περίπτωση διασυνοριακών συγχωνεύσεων, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις κατά τις οποίες οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να δηλώνουν τον τόπο κεντρικής διοίκησης ή κύριας εγκατάστασης.
  • Ενώ η πρόταση Οδηγίας του 1984 απέκλειε τους εργαζόμενους από τις αιτιολογικές της σκέψεις, η τελευταία πρόταση οδηγίας (COM/2003/0703 – τελικό), βάσει της οποίας εκδόθηκε τελικώς η 10η Οδηγία, ενσωμάτωσε το θέμα της συμμετοχής των εργαζομένων, παραπέμποντας στον Κανονισμό 2157/01 περί του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής Εταιρείας και στην Οδηγία 2001/2001 για τη συμπλήρωση του Καταστατικού όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων.
  • Το νέο καθεστώς διασυνοριακών συγχωνεύσεων δεν επηρεάζει την εφαρμογή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου σχετικά με (α) τις ομαδικές απολύσεις (β) την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, (γ) τη δημιουργία γενικού πλαισίου ενημέρωσης και διαβουλεύσεων με τους εργαζόμενους εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και (δ) τη σύσταση ευρωπαϊκής επιτροπής επιχειρήσεων, ή μιας διαδικασίας στους κόλπους των επιχειρήσεων κοινοτικών διαστάσεων και των ομίλων επιχειρήσεων κοινοτικών διαστάσεων, με σκοπό την ενημέρωση και τις διαβουλεύσεις με τους εργαζόμενους

ΙΙΙ. Παρουσίαση Ν 3777/2009 για διασυνοριακές συγχωνεύσεις

Στις 28 Ιουλίου 2009 δημοσιεύτηκε ο N 3777/2009 για τις «Διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών και άλλες διατάξεις», μέσω του οποίου ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο οι διατάξεις της 10ης Οδηγίας. Με το νέο αυτό νόμο δίνεται αυτομάτως λύση στο χρόνιο πρόβλημα του νομικού κενού στο ζήτημα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων στην Ελλάδα. Μεταξύ άλλων ο νέος N 3777/2009 προβλέπει τα ακόλουθα:

Κατά το άρθρο 1, το πεδίο εφαρμογής του νόμου περιλαμβάνει συγχωνεύσεις μεταξύ ημεδαπών κεφαλαιουχικών εταιρειών και εταιρειών που «έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ετέρου κράτους-μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση (πραγματική έδρα) ή την κύρια εγκατάσταση τους (κεντρικό κατάστημα) εντός της Κοινότητας (εφεξής: διασυνοριακή συγχώνευση), ή όταν η προκύπτουσα από διασυνοριακή συγχώνευση μεταξύ εταιρειών διαφορετικών κρατών-μελών εταιρεία έχει την έδρα της στην ημεδαπή».

Η παραπάνω διατύπωση είναι ίδια με εκείνη του άρθρου 48 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ) που επιτρέπει την ελεύθερη εγκατάσταση σε εταιρείες «που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους-μέλους και οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα, την κεντρική τους διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Κοινότητας».

Από την απλή διατύπωση του παραπάνω άρθρου δεν καθίσταται απολύτως σαφές εάν το πεδίο εφαρμογής της 10ης Οδηγίας, και κατΑ επέκταση του Ν 3777/2009 , αποκλείει εταιρείες «γραμματοκιβωτίου» (Box Office companies) που έχουν την καταστατική τους έδρα στην Κοινότητα ενώ την πραγματική τους έδρα σε τρίτο κράτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του Κανονισμού 2157/2001 περί του Καταστατικού Ευρωπαϊκής Εταιρείας, το άρθρο 2 παρ. 1 ορίζει ρητά ότι «Ανώνυμες εταιρείες …. οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα και την κεντρική τους διοίκηση στην Κοινότητα, μπορούν να συστήσουν SE με συγχώνευση, εφόσον δύο τουλάχιστον από αυτές διέπονται από το δίκαιο διαφορετικών κρατών μελών». Δηλαδή, ο νομοθέτης στην περίπτωση του παραπάνω Κανονισμού όρισε με σαφήνεια ότι προκειμένου δύο κοινοτικές εταιρείες να συστήσουν SE με συγχώνευση απαιτούνται σωρευτικά και οι δύο προϋποθέσεις: (ι) καταστατική έδρα και (ιι) κεντρική διοίκηση στην Κοινότητα.

Παρά την οιαδήποτε ερμηνευτική ασάφεια, δεδομένου ότι σκοπός της Οδηγίας είναι να εντάξει στο πεδίο εφαρμογής της τις κεφαλαιουχικές εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 48 ΣΕΚ, θεωρούμε ότι μόνο εταιρείες με καταστατική έδρα και κεντρική διοίκηση (πραγματική έδρα) ή κύρια εγκατάσταση (κεντρικό κατάστημα) εντός της Κοινότητας εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της 10ης Οδηγίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, ο νόμος εφαρμόζεται στις εξής περιπτώσεις «συγχωνεύσεων» (οι οποίες είναι ήδη γνωστές από τα άρθρα 68 και 78 του ΚΝ 2190/1920 ):

α) συγχώνευση με απορρόφηση,

β) συγχώνευση με σύσταση νέας εταιρείας,

γ) απορρόφηση από εταιρεία που κατέχει το σύνολο των τίτλων – μεριδίων της απορροφούμενης.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της Ελληνικής νομοθεσίας (άρθρο 68 του ΚΝ 2190/1920 ) που περιορίζουν το ύψος του εξοφλητικού ποσού σε μετρητά που καταβάλλεται στους μετόχους σε περίπτωση συγχώνευσης (10% της ονομαστικής αξίας όλων των μετοχών που αποδίδονται στους μετόχους των απορροφούμενων ή λυόμενων εταιρειών και αθροιστικά με την αξία των μετοχών αυτών την αξία της καθαρής θέσης της εισφερόμενης περιουσίας αυτών των εταιρειών), περιορισμός που διασφαλίζει ότι η συγχώνευση είναι αυθεντική συγκέντρωση και όχι απλή συναλλαγή, η 10η Οδηγία και κατΑ επέκταση και ο Ν 3777/ 2009 (άρθρο 2 παρ. 3) εφαρμόζεται και σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις που γίνονται με καταβολή εξοφλητικού ποσού σε μετρητά που υπερβαίνει το 10% της ονομαστικής αξίας ή ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των τίτλων που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της εταιρείας που προέκυψε από τη συγχώνευση, εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία ενός τουλάχιστον κράτους-μέλους, στην οποία υπάγεται η αλλοδαπή συγχωνευόμενη εταιρεία.

Όσον αφορά τη δυνατότητα «διασυνοριακής συγχώνευσης μέσω εξαγοράς», η 10η Οδηγία δεν περιέχει διατάξεις που να την εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της. Συνεπώς εταιρείες δεν μπορούν να προβούν σε διασυνοριακή συγχώνευση μέσω εξαγοράς βάσει της 10ης Οδηγίας 2005/56/ΕΚ και του Ν 3777/2009 , δυνατότητα που προβλέπεται και επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις της 3ης Οδηγίας (άρθρο 79 ΚΝ 2190/1920 ). Βέβαια, το γεγονός ότι η 10η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ και κατΑ επέκταση και ο Ν 3777/ 2009 δεν αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα αυτή σε συνάρτηση με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν 3777/2009 που ορίζει ότι το εξοφλητικό ποσό μπορεί να υπερβεί το 10% εφόσον η νομοθεσία ενός τουλάχιστον από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν επιτρέπει το ενδεχόμενο αυτό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε η συγχώνευση να πραγματοποιείται τελικώς μέσω εξαγοράς εάν ένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη επέτρεπε το εξοφλητικό ποσό να έφτανε σχεδόν στο 100% των τίτλων ή μεριδίων.

Επιπλέον, η αρχική πρόταση της 10ης Οδηγίας αφορούσε μόνο τις ανώνυμες εταιρείες. Τελικά όμως, βάσει της 10ης Οδηγίας και του Ν 3777/2009 , κεφαλαιουχικές εταιρείες θεωρούνται:

  1. Οι μορφές εταιρειών που απαριθμούνται στην Οδηγία 68/171, ήτοι για την Ελλάδα η ΑΕ, ΕΠΕ και η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία,
  2. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία (SE) με έδρα στην Ελλάδα (κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού, η SE θεωρείται ανώνυμη εταιρεία),

iii. Κάθε εταιρεία μετοχικού κεφαλαίου που διαθέτει νομική προσωπικότητα και κατέχει χωριστά περιουσιακά στοιχεία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι επιτρέπεται η διασυνοριακή συγχώνευση διαφορετικού τύπου κεφαλαιουχικών εταιρειών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (π.χ. Ελληνικής ΑΕ με Γερμανική GmbH).

Ο νόμος δεν έχει εφαρμογή σε Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ).

Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι τα όργανα διεύθυνσης ή διοίκησης των συγχωνευόμενων εταιρειών καταρτίζουν ένα κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης. Tο άρθρο προσδιορίζει επίσης το ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου. Σημειώνουμε ότι πέραν του ελάχιστου περιεχομένου που ήδη προβλέπεται για σχέδια συμβάσεων συγχώνευσης βάσει του υφιστάμενου άρθρου 69 παρ. 2 του ΚΝ 2190/1920 (τα οποία δεν επαναλαμβάνουμε λόγω του ότι είναι ήδη γνωστά στην Ελλάδα), το σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τα κάτωθι στοιχεία:

  • τη μορφή, την επωνυμία, την έδρα και το καταστατικό της εταιρείας που θα προκύψει από την συγχώνευση,
  • τις πιθανές επιπτώσεις από τη διασυνοριακή συγχώνευση στην απασχόληση των εργαζομένων στις εταιρείες που συγχωνεύονται,
  • οι κανόνες που διέπουν το ρόλο των εργαζομένων στην εταιρεία,
  • τα ειδικά πλεονεκτήματα που παρέχονται στους εμπειρογνώμονες που εξετάζουν το σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης,
  • την αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που μεταβιβάζονται στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση και
  • τις ημερομηνίες των οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών που συγχωνεύονται οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των όρων της διασυνοριακής.

Κατά το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου, το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης ελέγχεται πρώτα από τη Διεύθυνση ΑΕ και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και κατόπιν τούτου καταχωρείται στο Τμήμα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) της Γραμματείας αυτής τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την ημερομηνία σύγκλησης της γενικής συνέλευσης που θα αποφασίσει τη συγχώνευση. Η σχετική ανακοίνωση, που περιλαμβάνει υποχρεωτικά συγκεκριμένα στοιχεία που προβλέπονται στο νόμο, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ και ΓΕΜΗ. Πρέπει να επισημανθεί ότι ανάλογες υποχρεώσεις καταχώρησης και δημοσίευσης καθώς και άλλων υποχρεώσεων σχετικά με την διαδικασία συγχώνευσης (βλ. παρακάτω) έχουν και οι άλλες εταιρείες που συμμετέχουν στη συγχώνευση στα κράτη μέλη τους.

Η διαδικασία συνεχίζεται με το άρθρο 5, σύμφωνα με το οποίο το όργανο διοίκησης της ημεδαπής συγχωνευόμενης εταιρείας θα πρέπει να συντάσσει έκθεση που υποβάλλεται στη γενική συνέλευση και εξηγεί τις νομικές και οικονομικές πτυχές και τις συνέπειες της διασυνοριακής συγχώνευσης για τα μέλη, τους πιστωτές και τους εργαζομένους. Η έκθεση τίθεται στη διάθεση των εταίρων και των εκπροσώπων των εργαζομένων (ή, έαν δεν υπάρχουν, των ιδίων των εργαζομένων) τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης και καταχωρείται στο τμήμα ΓΕΜΗ του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Η άλλη έκθεση που πρέπει να είναι διαθέσιμη τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την ημερομηνία σύγκλησης της γενικής συνέλευσης είναι αυτή των ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων σύμφωνα με το άρθρο 6. H εκτίμηση της περιουσίας των συγχωνευόμενων εταιρειών πραγματοποιείται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, νομικά ή φυσικά πρόσωπα, που ορίζονται από τις εταιρείες που συγχωνεύονται ή διορίζονται για το σκοπό αυτό, κατόπιν κοινής αίτησης των εταιρειών αυτών, από δικαστική ή διοικητική αρχή του κράτους-μέλους η νομοθεσία του οποίου διέπει μια από τις εταιρείες που συγχωνεύονται ή την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση ή είναι εγκεκριμένοι από τέτοια αρχή. Αρμόδια διοικητική αρχή για το διορισμό των ανωτέρω ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων στην ημεδαπή είναι, με βάση την ΠΟΛ. 1147/30 .11.2009 του Υπουργείο Οικονομικών, η Διεύθυνση Ανωνύμων Εταιρειών και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Η εμπειρογνώμονες, που έχουν δικαίωμα να ζητούν από καθεμιά από τις εταιρείες που συγχωνεύονται κάθε πληροφορία που θεωρούν αναγκαία για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, προβαίνουν σε εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευόμενων εταιρειών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71 του ΚΝ 2190/1920 . Οι εμπειρογνώμονες οφείλουν να δηλώσουν αν κατά τη γνώμη τους η σχέση ανταλλαγής είναι ή όχι προσήκουσα και λογική. Η δήλωση αυτή πρέπει τουλάχιστον να αναφέρει:

  1. Την ή τις μεθόδους που υιοθετήθηκαν για τον καθορισμό της προτεινομένης σχέσεως ανταλλαγής,
  2. Αν αυτή ή αυτές οι μέθοδοι είναι κατάλληλες γιΑ αυτή την περίπτωση και να αναφέρει τις αξίες που προκύπτουν από κάθε μία, δίδοντας συγχρόνως γνώμη για την σχετική σημασία που δόθηκε στις μεθόδους αυτές κατά τον καθορισμό της αξίας που χρησιμοποιήθηκε ως βάση και

iii. Τις ενδεχόμενες ειδικές δυσκολίες εκτιμήσεως.

Ενώ κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μία έκθεση εμπειρογνωμόνων ανά εταιρεία, ο νόμος δίνει τη δυνατότητα σε ένα ή περισσότερους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, οι οποίοι διορίζονται για το σκοπό αυτόν, κατόπιν κοινής αίτησης των συγχωνευόμενων εταιρειών, να εξετάσουν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης και να συντάξουν μία ενιαία γραπτή έκθεση προοριζόμενη για το σύνολο των εταίρων, όπως ακριβώς προβλέπεται και στις SE στο άρθρο 22 του Κανονισμού 2157/01. Τέλος, η 10η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ και κατΑ επέκταση ο Ν 3777/2009 περιέχει μία επιπλέον διάταξη με άμεσο στόχο την περιστολή των δαπανών κυρίως για τις μικρότερες εταιρείες, καθώς προβλέπει ότι η σύνταξη έκθεσης από εμπειρογνώμονες δεν κρίνεται απαραίτητη και μπορεί να παραληφθεί, εάν συμφωνεί το σύνολο των εταίρων καθεμιάς από τις συγχωνευόμενες εταιρείες.

Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 7, η γενική συνέλευση καθεμιάς από τις συγχωνευόμενες εταιρείες, αφού λάβει υπόψη τις εκθέσεις που προαναφέρθηκαν στα άρθρα 5 και 6, εγκρίνει το κοινό σχέδιο της διασυνοριακής συγχώνευσης.

Στις ημεδαπές εταιρείες που συγχωνεύονται, για τη σχετική απόφαση απαιτείται η αυξημένη για τη συγχώνευση απαρτία και πλειοψηφία που προβλέπεται από την ελληνική νομοθεσία ανά εταιρικό τύπο (π.χ. απαρτία 2/3 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου και 2/3 των ψήφων που εκπροσωπήθηκαν στη συνέλευση στην περίπτωση των ΑΕ). Εάν υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες μετοχών ή δανειστές με ομολογίες μετατρέψιμες σε μετοχές, η απόφαση της γενικής συνέλευσης τελεί υπό την έγκριση των κατΑ ιδίαν κατηγοριών μετόχων και των δανειστών. Η γενική συνέλευση καθεμίας από τις συγχωνευόμενες εταιρείες μπορεί να θέσει ως όρο πραγματοποίησης της συγχώνευσης την εκ μέρους της ρητή επικύρωση των διατυπώσεων εφαρμογής για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά την 10η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ, επιτρέπεται νομοθεσία κράτους μέλους να μην απαιτεί την έγκριση της συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση της απορροφούσας εταιρείας, εφόσον πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 8 της Oδηγίας 78/855/ΕΟΚ ήτοι (α) η απορροφούσα εταιρεία δημοσιεύει τη συγχώνευση ένα μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδριάσεως της γενικής συνελεύσεως της, (β) όλοι οι μέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας έχουν το δικαίωμα να λάβουν γνώση των απαιτούμενων εγγράφων και (γ) ένας ή περισσότεροι μέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας που κατέχουν ένα ελάχιστο ποσοστό κεφαλαίου έχουν το δικαίωμα συγκλήσεως γενικής συνελεύσεως της απορροφούσας εταιρείας. Ο Έλληνας νομοθέτης δεν έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας, επομένως η παραπάνω διάταξη δεν ισχύει στην περίπτωση που η απορροφούσα εταιρεία είναι Ελληνική αλλά στις περιπτώσεις εταιρειών με έδρα κράτους-μέλους που έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας.

Σχετικά με την προστασία της μειοψηφίας, με το άρθρο 8 του νέου νόμου, παρέχεται στους εταίρους/μετόχους της Ελληνικής συγχωνευόμενης εταιρείας που αντιτάχθηκαν στη συγχώνευση το δικαίωμα εντός ενός μηνός από την εγκριτική απόφαση της γενικής συνέλευσης, να προβούν στις ακόλουθες ενέργειες:

  • Να απαιτήσουν την εξαγορά των τίτλων/μεριδίων τους, εφόσον η Ελληνική εταιρεία είναι απορροφώμενη ή η νέα εταιρεία που προκύπτει από τη συγχώνευση έχει την έδρα της σε άλλο κράτος-μέλος, κατΑ αναλογία προς το αντίστοιχο δικαίωμα εξόδου που προβλέπεται κατά τη μεταφορά της έδρας στην αλλοδαπή από το άρθρο 49α του ΚΝ 2190/1920 ,
  • Να αξιώσουν αποζημίωση όταν η σχέση ανταλλαγής έχει οριστεί αδικαιολόγητα χαμηλά (κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 77α του ΚΝ 2190/1920 . Η διαδικασία της συγχώνευσης δεν αναστέλλεται και η προαναφερθείσα διαδικασία αποζημίωσης των μειοψηφούντων εταίρων ημεδαπής συγχωνευόμενης εταιρείας εφαρμόζεται μόνον εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη διαδικασία στις νομοθεσίες των λοιπών εταιρειών που συγχωνεύονται ή εφόσον οι άλλες εταιρείες που συγχωνεύονται, που είναι εγκατεστημένες σε κράτος-μέλος που δεν προβλέπει τέτοια διαδικασία, αποδέχονται τη δυνατότητα των εταίρων της ημεδαπής συγχωνευόμενης εταιρείας να κάνουν χρήση της εν λόγω διαδικασίας.

Σχετικά με την προστασία των πιστωτών προβλέπεται ότι στην περίπτωση ημεδαπής συγχωνευόμενης ΑΕ ή ΕΠΕ εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας για ΑΕ (άρθρο 70 του ΚN 2190/1920) και ΕΠΕ (άρθρο 54 του Ν 3190/1955 ).

Τα άρθρα 9, 10 και 11 του νόμου ρυθμίζουν τα θέματα ελέγχου της νομιμότητας και ολοκληρώσεως της διασυνοριακής συγχώνευσης:

  • Πριν τη συγχώνευση, η Διεύθυνση ΑΕ και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης ελέγχει τη νομιμότητα της διασυνοριακής συγχώνευσης κατά το τμήμα της διαδικασίας που αφορά τις ημεδαπές εταιρείες και χορηγεί σε αυτές πιστοποιητικό που βεβαιώνει την ορθή εκτέλεση εκ μέρους της ημεδαπής εταιρείας των πράξεων και των διατυπώσεων που προηγούνται της συγχώνευσης (το πιστοποιητικό εκδίδεται ακόμη και αν εκκρεμεί διαδικασία αποζημίωσης των μειοψηφούντων εταίρων βάσει των ανωτέρω).
  • Όταν η έγκριση της συγχώνευσης γίνεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, η διαγραφή της ημεδαπής απορροφούμενης εταιρείας από το ΓΕΜΗ γίνεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης αμέσως μετά την κοινοποίηση της καταχώρισης της εγκριτικής απόφασης της διασυνοριακής συγχώνευσης.
  • Στην περίπτωση που η εταιρεία που προκύπτει από τη συγχώνευση έχει έδρα στην Ελλάδα, η διασυνοριακή συγχώνευση ολοκληρώνεται ως εξής:

– η Διεύθυνση ΑΕ και Πίστεως της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης είναι αρμόδια για τον έλεγχο της νομιμότητας και την έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης κατά την ολοκλήρωσή της και, κατά περίπτωση, τη σύσταση της νέας εταιρείας στην Ελλάδα. Οι Κοινοτικές συγχωνευόμενες εταιρείες είναι υποχρεωμένες να υποβάλλουν εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έκδοσής του από την αρμόδια αρχή των κρατών-μελών στην Ελληνική αρχή (i) το πριν από τη συγχώνευση πιστοποιητικό και (ii) το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης που ενέκρινε η γενική συνέλευση. Ο έλεγχος της ημεδαπής αρχής γίνεται βάσει των πιστοποιητικών που υπέβαλαν οι συγχωνευόμενες εταιρείες και επικεντρώνεται στο εάν οι γενικές συνελεύσεις ενέκριναν το κοινό σχέδιο συγχώνευσης υπό τους ίδιους όρους, καθώς και εάν έχει επιτευχθεί συμφωνία για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην προκύπτουσα από τη συγχώνευση εταιρεία.

– Όσον αφορά την ολοκλήρωση και την έναρξη αποτελεσμάτων της διασυνοριακής συγχώνευσης, η σύμβαση διασυνοριακής συγχώνευσης καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο προσαρτάται υπεύθυνη δήλωση του Ν 1599/1986 ότι δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις από τους εταίρους της μειοψηφίας και τους πιστωτές, ή οι τυχόν προσβληθείσες επιλύθηκαν.

– Η διασυνοριακή συγχώνευση ολοκληρώνεται με (i) την καταχώριση της εγκριτικής πράξης του Υπουργού Ανάπτυξης, η οποία έχει συστατικό χαρακτήρα, στο Τμήμα ΓΕΜΗ της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και (ii) η σχετική ανακοίνωση δημοσιεύεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης στο τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ και ΓΕΜΗ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

– Μετά την καταχώριση η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ανάπτυξης ενημερώνει τα σχετικά μητρώα των κρατών-μελών στη νομοθεσία των οποίων υπάγονται οι άλλες εταιρείες που συγχωνεύονται.

Σύμφωνα με το άρθρο 12, η διασυνοριακή συγχώνευση παράγει τα ακόλουθα αποτελέσματα από την ημερομηνία καταχώρισης της εγκριτικής απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης στο Τμήμα ΓΕΜΗ:

  • Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της απορροφούμενης εταιρείας μεταβιβάζεται στην απορροφούσα εταιρεία ή στη νέα εταιρεία (στην περίπτωση συγχώνευσης με σύσταση νέας εταιρείας),
  • Οι εταίροι της απορροφούμενης γίνονται εταίροι της απορροφούσας ή της νέας εταιρείας (στην περίπτωση συγχώνευσης με σύσταση νέας εταιρείας) και
  • Η απορροφούμενη εταιρεία παύει να υφίσταται,

Εάν σε περίπτωση διασυνοριακής συγχώνευσης εταιρειών απαιτούνται από την ελληνική νομοθεσία ιδιαίτερες διατυπώσεις, προκειμένου η μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που εισφέρουν οι συγχωνευόμενες εταιρείες να μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων, οι διατυπώσεις αυτές τηρούνται από την εταιρεία που προκύπτει από τη συγχώνευση.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων εταιρειών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας υφιστάμενες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συγχώνευσης, μεταφέρονται στην εταιρεία που προκύπτει από τη συγχώνευση, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συγχώνευσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 13, στην περίπτωση που η διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση πραγματοποιείται από εταιρεία, η οποία κατέχει το 100% των τίτλων ή μεριδίων, οι οποίοι παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση της ή των απορροφώμενων εταιρειών, ισχύουν, τα εξής:

  • Το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης δεν περιλαμβάνει ορισμένα από τα ελάχιστα προβλεπόμενα στοιχεία όπως τη σχέση ανταλλαγής, τους όρους επιμερισμού των τίτλων και την ημερομηνία από την οποία οι τίτλοι παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη,
  • Δεν κρίνεται απαραίτητη η έκθεση ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων.
  • Οι εταίροι της απορροφώμενης δεν γίνονται εταίροι της απορροφούσας και
  • Η γενική συνέλευση των συγχωνευόμενων εταιρειών δεν εγκρίνουν το κοινό σχέδιο της διασυνοριακής συγχώνευσης.

Με τις διατάξεις του άρθρου 14 θεσπίζεται η συμμετοχή των εργαζομένων στην προκύπτουσα εταιρεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της συμμετοχής των εργαζομένων είχε αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης για τουλάχιστον τριάντα χρόνια αφού οι διαφορετικές εθνικές διατάξεις για τη συμμετοχή των εργαζομένων κατέστησαν την πρόβλεψη ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού μοντέλου ανέφικτη. Όταν τελικώς ανεβρέθηκε λύση το 2000 στη Νίκαια, ανευρέθηκε ταυτόχρονα και λύση για τη 10η Οδηγία, αφού το κυριότερος εμπόδιο που δεν είχε λυθεί μέχρι τότε ήταν το ζήτημα της συμμετοχής των εργαζομένων. Η Οδηγία 2001/86 για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων (η εναρμόνιση με το Ελληνικό δίκαιο επήλθε με το ΠΔ 91/06 περί του ρόλου των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή εταιρεία) διασφάλισε ότι η SE δε θα επιφέρει κατάργηση ή μείωση των κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων και ότι η συμμετοχή των εργαζομένων θα είναι υποχρεωτική μόνο όταν προβλέπεται από τα εθνικά δίκαια, στα οποία υπάγονται οι προβαίνουσες σε σύσταση SE εταιρείες. Ακολουθώντας το πρότυπο της Οδηγίας 2001/1986, το άρθρο 14 ρυθμίζει το ζήτημα της συμμετοχής των εργαζομένων στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.

Θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι η εταιρεία που θα προκύψει από τη διασυνοριακή συγχώνευση είναι εταιρεία εθνικού δικαίου, επομένως, η συμμετοχή εργαζομένων ρυθμίζεται κατά κανόνα από το δίκαιο του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας της εταιρείας. ΓιΑ αυτό το λόγο, το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 3777/2009 ορίζει ότι η προκύπτουσα από διασυνοριακή συγχώνευση εταιρεία με έδρα στην Ελλάδα υπόκειται στο Ελληνικό δίκαιο, όσον αφορά τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της εταιρείας.

Προκειμένου, όμως, να αποφεύγονται φαινόμενα καταστρατήγησης με την ενδεχόμενη χρησιμοποίηση εταιρειών σε δικαιοδοσίες χωρίς καθεστώς συμμετοχής, η παράγραφος 2 του άρθρου 14 προβλέπει δύο εξαιρέσεις από την εφαρμογή του άρθρου 14 παρ. 1:

  • Εφόσον τουλάχιστον μία από τις συγχωνευόμενες εταιρείες έχει μέσο αριθμό εργαζομένων άνω των 500 εργαζομένων και λειτουργεί με καθεστώς συμμετοχής εργαζομένων (κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο ιαΑ του ΠΔ 91/06 ) ή
  • Εφόσον το ελληνικό δίκαιο:

– Δεν προβλέπει το ίδιο επίπεδο συμμετοχής εργαζομένων, όπως ισχύει στις συγχωνευόμενες εταιρείες, ή

– Δεν προβλέπει τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής για τους εργαζομένους στις εγκαταστάσεις της προκύπτουσας εταιρείας σε άλλα κράτη-μέλη με εκείνα των εργαζομένων στην Ελλάδα.

Στις παραπάνω εξαιρέσεις, για τη συμμετοχή των εργαζομένων στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση καθώς και για το ρόλο των εργαζομένων, καθιερώνεται παρόμοια με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία διαδικασία δύο επιπέδων (με ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Κανονισμού 2157/2001, του Ν 3412/2005 , της Οδηγίας 2001/86/ΕΚ και του ΠΔ 91/2006 ):

  • Το πρώτο επίπεδο αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργαζομένων δια της Ειδικής Διαπραγματευτικής Ομάδας (Ε.Δ.Ο.) και των σχετικών οργάνων των εταιρειών, οι οποίες μπορεί να καταλήξουν σε γραπτή συμφωνία για το καθεστώς συμμετοχής εργαζομένων στην προκύπτουσα εταιρεία.
  • Το δεύτερο επίπεδο έχει σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων αναφοράς, σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία.

Το άρθρο 14 παρ. 5 ορίζει επίσης ότι η προκύπτουσα εταιρεία αποκτά υποχρεωτικά νομική μορφή που επιτρέπει την άσκηση δικαιωμάτων συμμετοχής, εφόσον βεβαίως ισχύουν οι εξαιρέσεις της παραγράφου 2, δηλαδή ο σκοπός είναι να αποτρέψουν την προκύπτουσα εταιρεία από το να χρησιμοποιήσει νομικές μορφές που αποκλείουν τη συμμετοχή των εργαζομένων.

Περαιτέρω, βάσει της παρ. 6 του ίδιου άρθρου, εφόσον η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής εργαζομένων, η εταιρεία αυτή έχει την υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματα συμμετοχής των εργαζομένων για τρία έτη από την έναρξη ισχύος της συγχώνευσης, σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν μεταγενέστερες εγχώριες συγχωνεύσεις.

Τέλος, οι εταιρείες που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και εμπίπτουν στις διατάξεις του Ν 3777/2009 υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν εγγράφως τον αριθμό των απασχολουμένων και τον αριθμό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας−Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης) εντός τριμήνου από την καταχώριση της εγκριτικής πράξης του Υπουργού Ανάπτυξης στο Τμήμα ΓΕΜΗ της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και τη δημοσίευση της ανακοίνωσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Κατά το άρθρο 15, δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη διασυνοριακή συγχώνευση για την οποία έχει καταχωρηθεί η σχετική εγκριτική πράξη του Υπουργού Ανάπτυξης στο Τμήμα ΓΕΜΗ της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και η σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Ανάπτυξης δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Βάσει του άρθρου 16, για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από το Ν 3777/2009 , εφαρμόζονται αντίστοιχα οι διατάξεις περί συγχωνεύσεως ΑΕ και ΕΠΕ του ΚΝ 2190/1920 και του Ν 3190/1955 , καθώς και των διατάξεων περί Ευρωπαϊκής Εταιρείας (SE) και περί του ρόλου των εργαζομένων σε αυτή.

Επίσης, μέχρι την έναρξη ισχύος του ΓΕΜΗ, οι καταχωρίσεις που προβλέπονται από το σχέδιο νόμου θα γίνονται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Διεύθυνσης Ανωνύμων Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 17, οι διατάξεις του νόμου ισχύουν για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, των οποίων το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης καταχωρείται στο Τμήμα ΓΕΜΗ από την 29.9.2009 και μετά.

  1. Φορολογικές ρυθμίσεις διασυνοριακών συγχωνεύσεων βάσει Ν 2578/1998

Με βάση την ΠΟΛ. 1147/30 .11.2009 του Υπουργείο Οικονομικών, με τη ψήφιση του Ν 3777/2009 και δεδομένου ότι η Οδηγία 2005/56 /ΕΚ δεν ρυθμίζει φορολογικά θέματα και ούτε έχει προταθεί από την ΕΕ άλλο φορολογικό καθεστώς που να τροποποιεί ή να καταργεί την Οδηγία 90/434/ΕΟΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση συγχώνευσης ημεδαπής ΑΕ ή ΕΠΕ και εταιρείας άλλου κράτους μέλους της ΕΕ βάσει του Ν 3777/2009 , έχουν εφαρμογή οι ευεργετικές διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του Ν 2578/1998 .

Χωρίς να υπάρχει πρόθεση εξαντλητικής ανάλυσης του Ν 2578/1998 αλλά συμπληρωματικής κάλυψης των φορολογικών πλεονεκτημάτων που προβλέπει ο Ν 2578/ 1998 σε περίπτωση διασυνοριακής συγχώνευσης, παραθέτουμε συνοπτική παρουσίαση των φορολογικών θεμάτων που ρυθμίζει ο Ν 2578/1998 περί φορολογικού καθεστώτος συγχωνεύσεων μεταξύ εταιρειών διαφορετικών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος νόμος εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 90/434/ΕΚ όπως ισχύει σήμερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του Ν 2578/1998 , όσον αφορά στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, δεν μπορούσαν έως τη δημοσίευση του Ν 3777/2009 να τύχουν εφαρμογής λόγω έλλειψης σχετικού νομοθετικού πλαισίου που θα ρύθμιζε τα εταιρικά ζητήματα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Από την 29 Σεπτεμβρίου 2009, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του Ν 3777/2009 , οι σχετικές περί διασυνοριακής συγχώνευσης φορολογικές διατάξεις του Ν 2578/1998 πλέον τυγχάνουν εφαρμογής, έπειτα από έντεκα χρόνια νομικού κενού.

Πεδίο Εφαρμογής (άρθρο 1 και 2)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2, οι φορολογικές διατάξεις του Ν 2578/1998 για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις εφαρμόζονται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  • Πραγματοποιείται συγχώνευση, κατά την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. α του νόμου. Σημειώνουμε ότι η περιπτωσιολογία συγχωνεύσεων του Ν 2578/1998 συμπίπτει εννοιολογικά με αυτήν του Ν 3777/2009 .
  • Στη συγχώνευση συμμετέχουν εταιρείες οι οποίες έχουν φορολογική κατοικία σε διαφορετικά κράτη–μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπόκεινται σε κάποιον από τους φόρους που αναφέρονται στο Παράρτημα Β του Ν 2578/1998 (για την Ελλάδα είναι ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα). Σημειώνουμε ότι η φορολογική κατοικία κρίνεται βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας του οικείου κράτους-μέλους και των σχετικών διμερών συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας.
  • Στη συγχώνευση συμμετέχουν εταιρείες με μία από τις νομικές μορφές που αναφέρονται στο Παράρτημα Α του Ν 2578/1998 (για την Ελλάδα είναι οι ανώνυμες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης).
  • Η συγχώνευση να αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού τα οποία (i) βρίσκονται στην Ελλάδα, (ii) δημιουργούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα της λήπτριας εταιρείας ή προσαρτώνται σε υφιστάμενη ήδη μόνιμη εγκατάσταση αυτής στην Ελλάδα και (iii) συμβάλλουν στη διαμόρφωση αποτελεσμάτων τα οποία λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα. Σημειώνουμε ότι η έννοια «μόνιμης εγκατάστασης» καθορίζεται είτε με βάση το άρθρο 100 ΚΦΕ, είτε με βάση της διατάξεις της σχετικής διμερούς συμβάσεως αποφυγής διπλής φορολογίας.

Σε περίπτωση που η διασυνοριακή συγχώνευση πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις, ισχύουν τα κάτωθι φορολογικά πλεονεκτήματα του Ν 2578/1998 :

Αναβολή φόρου υπεραξίας λόγω συγχώνευσης (άρθρο 3 παρ. 1-3)

Η υπεραξία που προκύπτει λόγω διασυνοριακής συγχώνευσης υπέρ:

  1. εισφέρουσας Ελληνικής εταιρείας ή
  2. εισφέρουσας μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα αλλοδαπής εταιρείας με έδρα κράτους-μέλους της ΕΕ

σε λήπτρια εταιρεία η οποία ανήκει σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το χρόνο της συγχώνευσης αλλά στην ουσία μετατοπίζεται από την εισφέρουσα στη λήπτρια εταιρεία και παραμένει αφορολόγητη μέχρις ότου πληρωθούν μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 ή 2 του Ν 2578/1998 . Δηλαδή, αναβάλλεται, κατά το χρόνο της συγχώνευσης, η φορολόγηση υπεραξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού από Ελληνική ή αλλοδαπή (με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα) εισφέρουσα εταιρεία σε αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία τα οποία συνιστούν για την αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.

Παράδειγμα της ως άνω υπό στοιχείο ιιΑ διαδικασίας έχουμε στην περίπτωση που Γερμανική εταιρεία, που τυχαίνει να έχει και υποκατάστημα στη Ελλάδα απορροφάται από Γαλλική εταιρεία. Εάν η Γαλλική εταιρεία έχει επίσης υποκατάστημα στην Ελλάδα, τα περιουσιακά στοιχεία του υποκαταστήματος της Γερμανικής θα μεταβιβασθούν στο ήδη υπάρχον υποκατάστημα της Γαλλικής και θα καταχωρηθούν τα στη συμφωνηθείσα τιμή και όχι στην τιμή που εμφανίζονται στα βιβλία του υποκαταστήματος της Γερμανικής εταιρείας. Στην αντίθετη περίπτωση που η Γαλλική εταιρεία δεν έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα, η Γαλλική εταιρεία θα πρέπει πρώτα να προβεί σε εγκατάσταση Ελληνικού υποκαταστήματος στην Νομαρχία και να κάνει φορολογική έναρξη στην αρμόδια ΔΟΥ (με θεώρηση βιβλίων) προκειμένου να μπορεί να καταχωρήσει τα περιουσιακά στοιχεία στα βιβλία του υποκαταστήματος. Η συμφωνηθείσα αξία των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων θα εγγραφεί ως κεφάλαιο του υποκαταστήματος με πίστωση των λογαριασμών της Γαλλικής εταιρείας στην αλλοδαπή.

Διευκρινίζουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις, η υπεραξία που ενδεχομένως θα προκύψει από τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από το υποκατάστημα της Γερμανικής εταιρείας στο υποκατάστημα της Γαλλικής δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το χρόνο της συγχώνευσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι εάν μεταξύ των εισφερόμενων στοιχείων ελληνικής εταιρείας κατά τη συγχώνευση, περιλαμβάνεται και μόνιμη εγκατάσταση αυτής, όπως ένα υποκατάστημα, σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η φορολόγηση υπεραξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση της μόνιμης αυτής εγκατάστασης δεν αναβάλλεται αλλά υπόκειται, κατά το χρόνο της συγχώνευσης, σε φορολογία εισοδήματος. Εν τούτοις, από το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος, εκπίπτει το αντίστοιχο ποσοστό φόρου που θα επιβαλλόταν στο κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκεται η ως άνω μόνιμη εγκατάσταση για την προκύπτουσα υπεραξία, αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις περί αναβολής φόρου υπεραξίας βάσει της Οδηγίας 90/434/ΕΟΚ, όπως ισχύει μετά την έκδοση της Οδηγίας 2005/19/ΕΚ.

Υπεραξία είναι η θετική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της απορροφώμενης Ελληνικής εταιρείας και της καθαρής λογιστικής αξίας τους. Σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει αρνητική διαφορά, αυτή δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της απορροφώμενης ελληνικής εταιρείας.

Αναβολή φόρου υπεραξίας λόγω συγχώνευσης και ακύρωσης συμμετοχής στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας (άρθρο 4 παρ. 6)

Από την διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν 2578/1998 , προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:

  • Αλλοδαπή ή ημεδαπή εταιρεία απορροφά άλλη αλλοδαπή εταιρεία στην οποία οι απορροφούσες εταιρείες έχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο και η οποία απορροφώμενη εταιρεία έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα,
  • Αλλοδαπή εταιρεία απορροφά ημεδαπή εταιρεία στην οποία η απορροφούσα είναι μέτοχος.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, η απορροφούσα εταιρεία θα πρέπει, λόγω συγχώνευσης, να διαγράψει από τα βιβλία της, τις συμμετοχές της στο κεφάλαιο της απορροφώμενης εταιρείας, ενώ την ίδια στιγμή θα πρέπει να εγγράψει τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε από την απορροφώμενη εταιρεία. Με τις ανωτέρω ενέργειες και λογιστικές εγγραφές ενδέχεται να προκύψει υπεραξία για την απορροφούσα εταιρεία.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 6, η υπεραξία που δημιουργείται και η οποία οφείλεται στην ακύρωση της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της απορροφώμενης εταιρείας δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμμετοχή της ανέρχεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%. Σε περίπτωση που περιουσιακά στοιχεία μεταβιβασθούν ή μεταφερθούν εκτός Ελλάδας από την υπαγόμενη αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία η υπεραξία φορολογείται.

Φορολόγηση υπεραξίας από την απορροφούσα εταιρεία (άρθρο 4 παρ. 1 και 2)

Η ανωτέρω αναβολή φορολόγησης της υπεραξίας παύει να ισχύει και επομένως η αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία φορολογείται για την υπεραξία που προέκυψε λόγω της συγχώνευσης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • όταν παύσει να υφίσταται η μόνιμη εγκατάσταση της αλλοδαπής λήπτριας εταιρείας στην Ελλάδα,
  • όταν αναλαμβάνεται ή εξάγεται στην αλλοδαπή η εν λόγω υπεραξία,
  • όταν πιστώνεται με αυτή η ευρισκόμενη στην αλλοδαπή έδρα ή
  • όταν γίνει μεταβίβαση ή μεταφορά εκτός Ελλάδας από την υπαγόμενη αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία περιουσιακών στοιχείων, που είχε αποκτήσει κατά τη συγχώνευση.

Αφορολόγητες Εκπτώσεις και Αποθεματικά (άρθρο 3 παρ. 4)

Οι αφορολόγητες εκπτώσεις και αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί από την:

  • απορροφώμενη Ελληνική ΑΕ ή ΕΠΕ ή
  • ευρισκόμενη στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής εταιρείας κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης

δεν υπόκεινται σε φορολογία κατά το χρόνο της συγχώνευσης, με την προϋπόθεση ότι μεταφέρονται και εμφανίζονται αυτούσια σε ειδικούς λογαριασμούς στα βιβλία της απορροφούσας μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα. Σε περίπτωση μη τήρησης της προϋπόθεσης αυτής, οι αφορολόγητες εκπτώσεις και αποθεματικά φορολογούνται στο όνομα της λήπτριας μόνιμης εγκατάστασης κατά το χρόνο της συγχώνευσης.

Ζημίες προηγούμενων χρήσεων (άρθρο 3 παρ. 5)

Ο Ν 2578/1998 ορίζει ότι οι ζημίες προηγούμενων χρήσεων της απορροφώμενης Ελληνικής ΑΕ ή ΕΠΕ για τις οποίες διατηρείται το δικαίωμα μεταφοράς στα επόμενα έτη, μπορούν να μεταφερθούν για να συμψηφισθούν με τα κέρδη των επόμενων οικονομικών ετών της μόνιμης εγκατάστασης της απορροφούσας εταιρείας στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση η δυνατότητα αυτή παρέχεται και για τους μετασχηματισμούς των ημεδαπών επιχειρήσεων που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του Ν 2166/1993 (ΦΕΚ Α΄ 137) ή της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του Ν 2515/1997 (ΦΕΚ Α΄ 154) και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τους μετασχηματισμούς αυτούς. Με το ισχύον καθεστώς, οι Ν 2166/1993 και 2515/1997 δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα.

Υπολογισμός Αποσβέσεων (άρθρο 4 παρ. 3)

Οι αποσβέσεις των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται από ημεδαπή εταιρεία στη μόνιμη εγκατάσταση της αλλοδαπής απορροφούσας εταιρείας στην Ελλάδα υπολογίζονται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που θα υπολογίζονταν αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η συγχώνευση. Σε περίπτωση που η λήπτρια εταιρεία αποκτήσει περιουσιακό στοιχείο σε τιμή ανώτερη (π.χ. € 100) από την αναπόσβεστη αξίας του περιουσιακού στοιχείου στα βιβλία της εισφέρουσας (π.χ. € 80), η διαφορά (π.χ. € 20) δεν θα μπορεί να αποσβεσθεί από την λήπτρια εταιρεία.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπαγωγή σε ημεδαπούς Αναπτυξιακούς Νόμους (άρθρο 4 παρ. 4)

Η αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία καθίσταται καθολική διάδοχος της απορροφώμενης Ελληνικής εταιρείας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας, που απορρέουν από την υπαγωγή της σε ημεδαπούς αναπτυξιακούς νόμους, κατά το μέρος που δεν άσκησε αυτά και δεν τις εκπλήρωσε πριν από τη συγχώνευση.

Απαλλαγές του ΝΔ 1297/1972 (άρθρο 5 )

Κατά τις συγχωνεύσεις, απαλλάσσονται από φόρους, τέλη χαρτοσήμου και τέλη υπέρ του Δημοσίου:

  • Οι συμβάσεις συγχώνευσης,
  • Η εισφορά και η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων επιχειρήσεων,
  • Πράξεις και συμφωνίες που αφορούν την εισφορά ή μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και κάθε εμπράγματου δικαιώματος,
  • Αποφάσεις των συγχωνευομένων εταιρειών και κάθε άλλη συμφωνία ή πράξη απαιτουμένη για τη συγχώνευση ή τη σύσταση της νέας εταιρείας,
  • Η δημοσίευση αποφάσεων στο μητρώο των ΑΕ της εφημερίδος της κυβερνήσεως και η μεταγραφή των σχετικών πράξεων και
  • Η μεταβίβαση ακινήτων που χρησιμοποιήθηκαν από τη συγχωνευόμενη επιχείρηση και εισφέρθηκαν στη απορροφούσα ή την νέα εταιρεία. Η απαλλαγή από το φόρο μεταβιβάσεως έχει ως προϋπόθεση ότι τα εισφερόμενα ακίνητα θα χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες της απορροφούσας εταιρείας τουλάχιστον για μια 5ετία από τη συγχώνευση. Η απαλλαγή από τον φόρο μεταβιβάσεως ακινήτων περιλαμβάνει και την περίπτωση όπου το ακίνητο (που εισφέρεται στην απορροφούσα εταιρεία ή στην νέα εταιρεία) είχε ήδη εισφερθεί για χρήση στη συγχωνευόμενη εταιρεία και αποδεδειγμένως έχει χρησιμοποιηθεί ήδη για τις ανάγκες αυτής για μια 5ετία πριν τη συγχώνευση και με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιηθεί και για άλλη μια 5ετία μετά τη συγχώνευση.

Φορολογικό καθεστώς για τους εταίρους/μετόχους κατά τη συγχώνευση (άρθρο 6)

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν 3777/2009 , η συνεπεία συγχώνευσης, παροχή σε μέτοχο ή εταίρο της απορροφώμενης εταιρείας παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της απορροφούσας εταιρείας σε αντάλλαγμα των παραστατικών του τίτλων του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου της απορροφώμενης εταιρείας, δεν έχει ως αποτέλεσμα τη φορολόγηση του εταίρου για την υπεραξία που προκύπτει υπέρ του. Ως υπεραξία νοείται η θετική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των τίτλων της λήπτριας εταιρείας που αποκτά ο μέτοχος/εταίρος της εισφέρουσας και της αξίας κτήσης των τίτλων που ανταλλάσσει.

Η απαλλαγή ισχύει υπό τις εξής προϋποθέσεις:

  • Ο εταίρος κατά τη λήψη των τίτλων της απορροφούσας εταιρείας δεν έχει αποδώσει σε αυτούς μεγαλύτερη φορολογική αξία από όση είχαν οι τίτλοι που ανταλλάσσει πριν από τη συγχώνευση, άλλως η υπεραξία φορολογείται στο όνομα του εταίρου κατά το χρόνο της συγχώνευσης και
  • Δεν έχει καταβληθεί χρηματικό ποσό σε μετρητά προς συμψηφισμό των τίτλων της λήπτριας εταιρείας, άλλως το ποσό αυτό υπάγεται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα του εταίρου κατά το χρόνο της συγχώνευσης.

Τα όσα αναφέρονται ως άνω δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η απορροφούσα εταιρεία άλλου κράτους-μέλους της ΕΕ χαρακτηρίζεται ως φορολογικά διαφανής. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο, εταίρος απορροφώμενης εταιρείας, το οποίο έχει την έδρα του σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και στο κεφάλαιο του οποίου συμμετέχει κάτοικος Ελλάδας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, χαρακτηρίζεται ως φορολογικά διαφανές, ο κάτοικος της Ελλάδας δεν φορολογείται για το μερίδιό του επί του κέρδους ή της υπεραξίας που προκύπτει από την παροχή στον αρχικό εταίρο των παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της εισφέρουσας εταιρείας.

Φορολογική απάτη

Εφόσον διαπιστωθεί ότι η πράξη της συγχώνευσης είχε ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κύριους στόχους τη φορολογική απάτη ή τη φοροδιαφυγή, όλες οι ως άνω φορολογικές απαλλαγές που είχαν παρασχεθεί μέχρι το χρόνο πραγματοποίησης της ως άνω διοικητικής επαλήθευσης, καταργούνται από το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση.

Το γεγονός ότι η παραπάνω πράξη της συγχώνευσης δεν πραγματοποιήθηκε για οικονομικά θεμιτούς λόγους, όπως είναι η αναδιάρθρωση ή η ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών που ενέχονται σε αυτή την πράξη, μπορεί να είναι τεκμήριο ότι κύριος ή ένας από τους κύριους στόχους αυτής της πράξης ήταν η φορολογική απάτη ή η φοροδιαφυγή.

Θανάσης Κυριακόπουλος, Δικηγόρος, LLB, MBA