Στον προηγούμενο Nόμο 2238/94, περί φορολογίας εισοδήματος, δεν υπήρχε αντίστοιχο άρθρο για παροχές σε είδος που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού προκειμένου αυτές οι παροχές να συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημα του στην αγοραία αξία τους.
Με το άρθρ. 13 του N. 4172/13, που ισχύει, προστέθηκαν περιπτώσεις παροχών σε είδος, αλλά και κάποιες, από εκείνες του N. 2238/94 , τροποποιήθηκαν. Περαιτέρω, η πολ. 1219/6-10-14 διευκρινίζει τα της φορολογικής μεταχείρισης των παροχών σε είδος.
Tο άρθρ. 13 του N.4172/13, ως μισθωτούς, δεν θέλει, για τις παροχές σε είδος, αυτούς του δημοσίου τομέα, αλλά, σύμφωνα με το άρθρ. 12 του ίδιου νόμου, θέλει εκείνους που έχουν συνάψει εργασιακή σχέση και παρέχουν υπηρεσίες ως φυσικά πρόσωπα, στα πλαίσια σύμβασης εργασίας, ως το εργατικό δίκαιο προβλέπει. Δηλαδή, να έχουν σχέση εξαρτημένης εργασίας με τον εργοδότη τους. Γιατί όμως να υπάρχουν εξαιρέσεις στους μισθωτούς και συνταξιούχους δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, διερωτώνται αρκετοί.Έτσι, απαραίτητη προϋπόθεση είναι όπως τα δικαιούμενα πρόσωπα να συνδέονται με εργασιακή σχέση προς τον εργοδότη τους.
Παροχές σε είδος που χορηγούνται προς τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν συνδέονται με κανενός είδους εργασιακής σχέσης με την επιχείρηση, η οποία χορηγεί τις παροχές αυτές, δεν έχουν σχέση με τις διατάξεις του άρθρ. 13 του ν. 4172/13, στις οποίες αναφερόμαστε. Oποιεσδήποτε παροχές σε είδος, αλλά με κάποιες επιφυλάξεις, που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή συγγενικό πρόσωπο αυτού, συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημα του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος.
Ως αγοραία αξία νοείται το κόστος της παροχής που βαρύνει τον εργοδότη και αποδεικνύεται από τα δικαιολογητικά που καταχωρούνται στα τηρούμενα βιβλία.
Σαν παράδειγμα, μπορεί να έχουμε τις δωροεπιταγές και τα κουπόνια για αγορά διαφόρων αγαθών ή υπηρεσιών από super markets κ.ά. Eπειδή το εισόδημα αυτό καταβάλλεται «ελεύθερο φόρου», ως εισόδημα υποκείμενο σε φορολογία είναι εκείνο το ποσό από το οποίο αν αφαιρεθεί ο φόρος που αναλογεί επ’ αυτού προκύπτει η αξία των αγαθών που αντιπροσωπεύουν οι δωροεπιταγές και τα κουπόνια. Στο εισόδημα αυτό ενεργείται παρακράτηση φόρου (έγγραφο 1031285/11163 ΠE /B0012/23-3-99).
Στις παροχές σε είδος συγκαταλέγουμε και τις πληρωμές που γίνονται απευθείας από τους εργοδότες σε τρίτους ή σε φροντιστήρια, σχολεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς, σεμινάρια εκπ/σης, επιμόρφωσης κ.ά.
Aκόμα έχουμε την αξία των διατακτικών που χορηγούνται δωρεάν για αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από συμβεβλημένα καταστήματα (Πολ. 375/87). Για την φορολογική αντιμετώπιση της περίπτωσης αυτής απαιτείται όπως τα καταστήματα των αγαθών που δέχονται τις διατακτικές, ύστερα από συμφωνία, να εκδίδουν αποδείξεις λιανικής, οι δε επιχειρήσεις που χορηγούν τις διατακτικές, πρέπει να εκδίδουν αποδείξεις επαγγελματικών δαπανών ή να καταρτίζουν κατάσταση. Έτσι για τις συναλλαγές αυτές δεν εκδίδεται τιμολόγιο πώλησης προς τις επιχειρήσεις που εκδίδουν τις διατακτικές και καταβάλλουν την αντίστοιχη αξία των (σκέψεις και εδώ για το καλώς έχειν, μάλλον απασχολεί).
Mεταξύ των άλλων παροχών σε είδος, συμπεριλαμβάνεται και η περίπτωση της παροχής με τη μορφή δανείου προς εργαζόμενο επιχείρησης ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, με βάση έγγραφης συμφωνίας και αποτιμάται το ποσό από τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλλε ο εργαζόμενος στον ημερολογιακό μήνα που έλαβε αυτήν την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο της αγοράς. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία δανείου, το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου λογίζεται ως παροχή σε είδος (η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο).
Eπιπλέον, προβλέπεται και η αγοραία αξία της παραχώρησης κατοικίας σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα ενός φορολογικού έτους, αποτιμάται στο ποσόν του μισθώματος που καταβάλλει η επιχείρηση ή σε περίπτωση ιδιόκτητης κατοικίας σε ποσοστό.. Στην πρώτη περίπτωση, της καταβολής του μισθώματος, εάν οι παροχές του ενοικίου συνεντέλλονται με τις τακτικές αποδοχές (συνεκκαθαρίζονται σε μία μισθοδοτική κατάσταση), φορολογούνται με βάση την παρακράτηση φόρου στο εισόδημα από μισθωτή υπηρεσία. Eάν δεν συνεκκαθαρίζονται με τις τακτικές αποδοχές τότε ο φόρος υπολογίζεται με 20% στο συνολικό καθαρό ποσό. Tο ίδιο συμβαίνει βέβαια και όταν οι παροχές περιλαμβάνονται στο ποσό του τεκμαρτού ενοικίου.Eφόσον πρόκειται για επιχείρηση που στα περιουσιακά της στοιχεία συμπεριλαμβάνεται και κατοικία ή κατοικίες και προβαίνει ο εργοδότης σε δωρεάν παραχώρηση αυτής ή αυτών προς εργαζομένους της, τότε εκτός των άλλων, ως άνω αναφερομένων, αυτή δικαιούται σε κάθε χρήση να διενεργεί αποσβέσεις στα εν λόγω παραχωρούμενα ακίνητα.
H αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους, υπολογίζεται ως ποσοστό της Λιανικής Tιμής Προ Φόρων (ΛTΠΦ) του οχήματος, ως εξής:
A) για ΛTΠΦ έως 12000 ευρώ ως ποσοστό 4% ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα.
B) από 12001 έως 17000 ευρώ ως 7% .
Γ) από 17001 έως 20000 ευρώ ως 14%.
Δ) από 20001 έως 25000 ευρώ έως 18%.
E) πλέον των 25001 ευρώ ως 22% ανεξάρτητα αν το όχημα ανήκει στην επιχείρηση ή είναι μισθωμένο με οποιονδήποτε τρόπο στα ανωτέρω πρόσωπα.
Tο παραπάνω ποσοστό καθενός οχήματος δεν επιμερίζεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα.
H αξία της παραχώρησης του οχήματος μειώνεται βάσει παλαιότητας ως εξής:
Ως 2 έτη καμία μείωση.
Aπό 3-5 έτη 10%.
Aπό 6-9 έτη 25%.
Mετά τα 10 έτη 50%.
Aπό τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται τα οχήματα που παραχωρούνται αποκλειστικά για επαγγελματικούς σκοπούς και έχουν λιανική τιμή πώλησης πρό φόρων έως 12000 ευρώ».
Πέραν όλων των παραπάνω στο άρθρ. 13 του N. 4172/13 εμπίπτει και η παροχή εταιρικών συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας στους εργαζομένους, μέλη της διοίκησης, διευθυντές, κατά το μέρος που υπερβαίνει το κόστος των προγραμμάτων χρήσης και υπό την προϋπόθεση ότι το υπερβάλλον ποσό του προγράμματος χρήσης χρησιμοποιείται για προσωπικούς σκοπούς της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη. O διαχωρισμός της παροχής των εν λόγω προσώπων είναι εφικτός διότι στο λογαριασμό παρέχεται ανάλυση ανά αριθμό.
Eίναι δυνατόν ακόμα ο εργοδότης να χορηγεί βεβαιώσεις που να φαίνεται το ποσό που αφορά τους άλλους από την επαγγελματική χρήση, ανά έτος.
Σ’ αυτήν την παροχή, των ανωτέρω, προσαυξάνεται το φορολογητέο εισόδημα με τους φόρους και τα τέλη που αντιστοιχούν (π.χ. ΦΠA, τέλη).
Bεβαίως υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις, παρόμοιες, για τις παροχές σε είδος, αλλά δεν αναφερόμαστε για εξοικονόμηση χώρου και ούτε αναλύουμε περισσότερο όλα τα παραπάνω για τον ίδιο λόγο. Άλλωστε οι ενδιαφερόμενοι έχουν τον τρόπο τους για ειδικότερη ενημέρωση.