Φορολογικές δηλώσεις 2018: Πότε υποβάλλουν χωριστή δήλωση οι σύζυγοι και πως επιμερίζεται ο φόρος μεταξύ συζύγων.

Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου.

Κοινή δήλωση δύνανται να υποβάλουν και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους έγγαμους. Προσοχή! Οι έχοντες σύμφωνο συμβίωσης δύνανται να υποβάλουν κοινή δήλωση, ενώ αντίθετα οι σύζυγοι υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση.

Οι τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης. Υπόχρεος υποβολής δήλωσης είναι ο σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης, το οποίο δηλώνεται ως υπόχρεος, και για τα εισοδήματα της συζύγου του ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης, αντίστοιχα.

Χωριστή δήλωση
Οι σύζυγοι ή τα μέρη συμφώνου συμβίωσης, υποβάλλουν χωριστή φορολογική δήλωση, ο καθένας για τα εισοδήματά του, εφόσον:

Έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ή έχει λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Το βάρος της απόδειξης για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης φέρει ο φορολογούμενος,

Ο ένας από τους δύο συζύγους ή ένα από τα δύο μέρη συμφώνου συμβίωσης είναι σε κατάσταση πτώχευσης ή έχει υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Για τα εισοδήματα των ανήλικων τέκνων, υπόχρεος για την υποβολή της δήλωσης είναι ο γονέας ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης που ασκεί τη γονική μέριμνα».

Για την απόδειξη της διάστασης των συζύγων, απαιτείται: αντίγραφο αγωγής για διαζύγιο ή διατροφή ή πρακτικό κατανομής της κοινής περιουσίας για συναινετικό διαζύγιο.

Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτά οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει τη χωριστή διαβίωση των συζύγων π.χ. χωριστή στέγη που θα αποδεικνύεται με την προσκόμιση μισθωτηρίου, λογαριασμών ΔΕΗ κ.λπ.,

Εάν ο ευρισκόμενος σε διάσταση φιλοξενείται μπορεί να χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό την αντίστοιχη αναγραφή στην προσωπική του δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
Αντίστοιχο δικαιολογητικό εάν διαμένει με δωρεάν παραχώρηση κατοικίας.

Εκτενέστατη έχει υπάρξει η αρθρογραφία τα τελευταία έτη γύρω από τις υποχρεώσεις των φορολογούμενων προσώπων απέναντι στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες.
Ενέργειες όπως υποβολή δηλώσεων, επιστροφές φόρων και δεσμεύσεις ή κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών απασχολούν σε καθημερινό επίπεδο πλήθος συνανθρώπων μας οι οποίοι προβληματίζονται για το πώς μπορούν να λύσουν το ζήτημα που τους απασχολεί γύρω από τα αντικείμενα αυτά.

Ενδιαφερόμενος όμως δεν χρειάζεται να είναι απαραίτητα ο οφειλέτης-φορολογούμενος. Εξίσου (ή και περισσότερο μερικές φορές) ενδιαφέρον για τα ζητήματα αυτά δείχνουν και οι σύζυγοι των παραπάνω προσώπων οι οποίοι συχνά αποτελούν τα αθώα θύματα των φορολογικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους συζύγους τους.
Είναι πολλά τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις φορολογικές υποχρεώσεις ενός έγγαμου ζευγαριού και στη συνέχεια θα επικεντρωθούμε σε αυτές που έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μάλιστα ο νόμος εξισώνει την φορολογική αντιμετώπιση των ατόμων που έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης με τους έγγαμους.

Συνεπώς, τα παρακάτω ισχύουν και για το σύμφωνο συμβίωσης.

Δυνατότητα ξεχωριστής πληρωμής φόρου εισοδήματος
Γνωρίζουμε πως «…Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου τυχόν ζημίες του εισοδήματος του ενός συζύγου ή μέρους συμφώνου συμβίωσης, δεν συμψηφίζονται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου ή του άλλου μέρους συμφώνου συμβίωσης.». Υπόχρεος υποβολής της κοινής δήλωσης είναι ο σύζυγος (άρθρο 67 ν.4172/2013). Ο φόρος εισοδήματος, που προκύπτει από την εκκαθάριση βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου αφού έχει προηγηθεί η εκκαθάριση κατά την οποία συμψηφίζονται οι φόροι μεταξύ των συζύγων. Με αίτηση του ενός συζύγου μπορεί να ζητηθεί ο χωρισμός των οφειλόμενων ποσών σε δύο ξεχωριστές πράξεις ώστε οι οφειλόμενες δόσεις να αφορούν τα εισοδήματα εκάστου συζύγου και να μην καταβάλλονται από κοινού περιοδικά στον ίδιο κωδικό. Με λίγα λόγια ο κάθε σύζυγος να καταβάλει αυτό που του αναλογεί χωρίς προηγούμενο συμψηφισμό των φορολογικών αποτελεσμάτων.

Η οφειλή του ενός συζύγου δεν επηρεάζει τα περιουσιακά στοιχεία του άλλου συζύγου
Έχει κριθεί από τα δικαστήρια πως η οφειλή του ενός συζύγου δεν αποτελεί οφειλή του έτερου συζύγου βάσει της οποίας μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης και εν γένει εκτέλεσης επί της περιουσίας του. Συγκεκριμένα, «……. δεν θεσπίζεται σε καμία περίπτωση προσωπική ευθύνη του ενός συζύγου για τα εισοδήματα του άλλου και συνακόλουθα η λήψη αναγκαστικών μέτρων σε βάρος της περιουσίας του ενός συζύγου που κατατείνουν στην εξόφληση της οφειλής για τη φορολογική υποχρέωση που υπέχει για τα εισοδήματά του ο άλλος σύζυγος δεν είναι νόμιμη». (Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 15693/2005 και ΠΟΛ.1103/12.10.2004). Η διάκριση αυτή των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων φαίνεται να τυγχάνει σεβασμού στην πλειονότητα των περιπτώσεων από τις φορολογικές αρχές. Φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα αυτόν όμως, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν οι λεγόμενοι κοινόχρηστοι τραπεζικοί λογαριασμοί. Όπως έχουμε αναλύσει κατά το παρελθόν με άρθρα μας, στους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς τεκμαίρεται απέναντι στην εφορία πως το περιεχόμενο των λογαριασμών ανήκει ισομερώς στους συνδικαιούχους του. Π.χ. σε έναν κοινόχρηστο μεταξύ συζύγων, στα μάτια της εφορίας οι καταθέσεις αναλογούν 50% στον κάθε σύζυγο. Αντί λοιπόν να κατασχέσουν το 50% των καταθέσεων, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου οι φορολογικές αρχές προέβησαν σε κατάσχεση του συνολικού ποσού.

Φορολογική ενημερότητα συζύγου οφειλέτη και επιστροφή φόρου
Σε περίπτωση που ένας εκ των συζύγων οφείλει στην εφορία χρήματα, φορολογική ενημερότητα εκδίδεται μόνο σε περίπτωση ρύθμισης ή εξόφλησης της οφειλής αυτής. Το ίδιο ισχύει και στον σύζυγο του οφειλέτη. Ο τρόπος για να μπορεί σύζυγος να εξασφαλίσει την άμεση διαθεσιμότητα της φορολογικής ενημερότητάς του εφόσον δεν οφείλει ο ίδιος, είναι η κατάθεση αίτησης διαχωρισμού χρεών, όπως παρουσιάστηκε στην πρώτη ανωτέρω περίπτωση. Με την ίδια διαδικασία υποβολής αίτησης, δίνεται η δυνατότητα, η επιστροφή φόρου που δικαιούται ο ένας εκ των συζύγων, να μην συμψηφιστεί με τις οφειλές του άλλου συζύγου. Θυμίζουμε εδώ, ότι πλέον οι φορολογικές αρχές δεν προχωράνε σε απόδοση επιστρεφόμενου φόρου άμεσα αλλά αναμένουν τον συμψηφισμό αυτού με ενδεχόμενο χρεωστικό εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ.

Συνέπειες από εκπρόθεσμη ή μη υποβολή φορολογικής δήλωσης εκ μέρους των συζύγων
Σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παρ.1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 (ΚΦΔ), μεταξύ των παραβάσεων στις οποίες επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του, είναι και όταν α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση ή υποβάλει ελλιπή δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου και β) όταν δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα φορολογική δήλωση. Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής κοινών αρχικών χρεωστικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1), επιβάλλεται ένα μόνο πρόστιμο, δεδομένου ότι υποβάλλεται μία μόνο δήλωση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση υποβολής τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης με την οποία τροποποιούνται τα εισοδήματα είτε του ενός είτε και των δύο συζύγων (ΠΟΛ 1139/2017).

Σύζυγοι με διαφορετική φορολογική κατοικία
Μετά την απόφαση σταθμό 1445/2016 του ΣτΕ, κρίθηκε ότι σε περίπτωση που ο ένας σύζυγος δεν είναι υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, για τον λόγο ότι δεν έχει τη φορολογική κατοικία του σ’ αυτήν, δεν υποχρεούται να υποβάλει κοινή δήλωση φόρου εισοδήματος με το έτερον ήμισυ εφόσον εκείνο πληροί κριτήρια φορολογικού κατοίκου Ελλάδας. Δυστυχώς, ενώ η απόφαση του ΣτΕ κρίνεται ως δεσμευτική απέναντι στην Διοίκηση, εντούτοις επειδή δεν έχει ακόμη εκδοθεί σχετική εγκύκλιος από την ΑΑΔΕ και το Υπ.Οικονομικών, οι φορολογικές αρχές αρνούνται να την εφαρμόσουν.