Ο φορολογικός έλεγχος μέσω των τραπεζικών καταθέσεων.
Καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος του έτους οπότε και παραγράφεται, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το δικαίωμα του δημοσίου να προβεί στον καταλογισμό φόρων και κυρώσεων για τη χρήση 2013, φαίνεται να εντείνεται η προσπάθεια της φορολογικής διοίκησης ώστε να ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένοι έλεγχοι. Έτσι είναι αυξημένη το τελευταίο διάστημα και η προσέλευση των φορολογουμένων στα γραφεία λογιστών – φοροτεχνικών προκειμένου να έχουν την υποστήριξη που απαιτείται για να έχει η υπόθεσή τους την καλύτερη δυνατή κατάληξη.
Στο σημείωμα μας θα σταθούμε σε ζητήματα που αφορούν τον έλεγχο φυσικών προσώπων, μέσω της κίνησης των τραπεζικών τους λογαριασμών κυρίως, αλλά και γενικότερα της μεταβολής της περιουσιακής τους κατάστασης.
Η κοινοποίηση της εντολής ελέγχου από τη φορολογική διοίκηση, αρκεί για να ταράξει αν μη τι άλλο, την καθημερινότητα των φορολογουμένων.
Ωστόσο από μόνη της μια εντολή ελέγχου δεν είναι μάντης κακών, καθώς όπως η φορολογική αρχή έχει οπλοστάσιο για τον εντοπισμό περιπτώσεων φοροδιαφυγής, έτσι και οι συνεπείς φορολογούμενοι έχουν τη δυνατότητα όπως θα δούμε, να διεκδικήσουν και να αποδείξουν το δίκιο τους.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο τέλος του έτους με την παραγραφή και του 2013 θα αρχίσουμε μάλλον να λησμονούμε τον παλαιό ΚΦΕ (Ν.2238/1994) καθώς από 1/1/2014 ως γνωστό είναι σε ισχύ ο Ν.4172/2013.
Τόσο από τις αποφάσεις και τις εγκυκλίους της ΑΑΔΕ όσο και από τη νομολογία, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε αρκετές περιπτώσεις που συναντάμε στην πράξη, ώστε να είμαστε σε θέση να τις αντιμετωπίσουμε.
Είναι γνωστό, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων που φτάνουν στα γραφεία μας, αφορούν ελέγχους φυσικών προσώπων για τα οποία έχουν εντοπιστεί κατ’ αρχήν δυσανάλογες κινήσεις στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματά τους. Έτσι ο έλεγχος επικεντρώνεται στον έλεγχο των τραπεζικών κινήσεων κυρίως, αλλά και στη μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου στην ελεγχόμενη περίοδο. Ο σκοπός προφανώς είναι να εντοπιστούν τυχόν εισοδήματα που εισέρρευσαν σε τραπεζικό λογαριασμό, χωρίς να έχουν δηλωθεί, φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί από το φόρο.
Θα δούμε λοιπόν στη συνέχεια ερωτήματα που τίθενται από τους φορολογούμενους και απαντήσεις, όπου υπάρχουν, βάσει της νομολογίας και των διοικητικών λύσεων.
1. Έχει ο ελεγχόμενος υποχρέωση αιτιολόγησης κινήσεων του τραπεζικού του λογαριασμού, όπως ζητεί η φορολογική αρχή;
Ο φορολογούμενος όπως έχει γίνει δεκτό, γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει την αληθή αιτία ή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του των μεγάλων ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του. Περαιτέρω, οφείλει κατ’ αρχήν, να ανταποκριθεί στην κλήση της φορολογικής ελεγκτικής αρχής να της χορηγήσει τα αναγκαία και εύλογα, ενόψει των συνθηκών, πληροφοριακά στοιχεία διευκρίνισης και επαρκούς δικαιολόγησης της περιουσιακής του κατάστασης. Τυχόν άρνησή του να παράσχει τις παραπάνω πληροφορίες ή η αδυναμία του να τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς που προβάλλει προς δικαιολόγηση των επίμαχων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς του λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση από τη φορολογική αρχή (και περαιτέρω, σε περίπτωση άσκησης ένδικης προσφυγής, από το διοικητικό δικαστήριο) των αποδείξεων σε βάρος του και επιτρέπεται να οδηγήσει στη συναγωγή συμπερασμάτων προς θεμελίωση της ύπαρξης παράβασης ανακρίβειας της δήλωσής του και αντίστοιχης παράβασης φοροδιαφυγής, η τέλεση της οποίας μπορεί να προκύπτει όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις. Κατά συνέπεια πολλές φορές, είναι προς όφελος του φορολογουμένου η παροχή και τεκμηρίωση των στοιχείων που ζητούνται.
2. Πότε υπάρχει αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας.
Σε κάθε περίπτωση που προκύπτει αύξηση των περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου και κυρίως αδικαιολόγητες κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού ή αγορές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, θα εξεταστεί από τη φορολογική αρχή η προέλευση του ποσού.
Στην περίπτωση κατά την οποία είναι εμφανής η πηγή προέλευσης ενός χρηματικού ποσού, το οποίο εμφανίζεται ως πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φυσικού προσώπου (π.χ. εισόδημα από κεφάλαιο, εισόδημα από κινητές αξίες, πώληση περιουσιακών στοιχείων, δάνειο, κ.τλ.), ακόμα και αν το ποσό αυτό δεν συμπεριελήφθη στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ενώ υπήρχε σχετική υποχρέωση η διαφορά ή οι εν λόγω πιστώσεις συνεπάγονται φορολογική υποχρέωση στον φόρο εισοδήματος, ο καταλογισμός θα γίνεται κατ’ επίκληση των διατάξεων, του ν.2238/1994 (για χρήσεις μέχρι το 2013) ή του ν.4172/2013, αναλόγως του είδους του εισοδήματος. Στην περίπτωση αυτή όπως είναι φανερό και εφόσον υπάρχει επιχειρηματική δραστηριότητα, μπορεί να προκύψουν διαφορές και να καταλογιστούν φόροι και σε άλλα αντικείμενα (όπως π.χ. στον ΦΠΑ κλπ.).
Σε περίπτωση που η πηγή δεν είναι εμφανής, η αύξηση θεωρείται αδικαιολόγητη και άγνωστης πηγής και φορολογείται με το 33%.
3. Η τράπεζα δηλώνει αδυναμία εύρεσης και παράδοσης στο φορολογούμενο των δικαιολογητικών που ζητάει ο έλεγχος.
Σε περίπτωση που δεν προσκομίζονται στοιχεία για επένδυση ή κίνηση λογαριασμού ημεδαπής ή αλλοδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (για παράδειγμα, διότι έχει παρέλθει ο χρόνος που η τράπεζα ή άλλο ίδρυμα έχει υποχρέωση διαφύλαξης των σχετικών αρχείων), γίνονται δεκτοί οι ισχυρισμοί του ελεγχόμενου, εκτός αν η φορολογική αρχή αιτιολογημένα απορρίψει αυτούς στη βάση άλλων στοιχείων που διαθέτει.
Σε κάθε περίπτωση, εάν διαπιστωθεί ότι η απόκτηση της επένδυσης έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που περιλαμβάνονται στην εντολή ελέγχου, ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις / πραγματικά εισοδήματα προγενέστερων ετών της ελεγχόμενης περιόδου, οι εν λόγω πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνεται, εξ αυτού του λόγου, επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη, εκτός εάν και στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο για την διακρίβωση της υπαγωγής σε φόρο ή νόμιμης απαλλαγής από αυτόν των κεφαλαίων από τα οποία προέρχονται οι εν λόγω πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι εισοδήματα ή ποσά απαλλασσόμενα του φόρου που είχαν περιληφθεί σε παλαιότερη δήλωση, θα γίνουν δεκτά ακόμα και χωρίς την προσκόμιση κάποιου επιπλέον δικαιολογητικού.
4. Ποιος θεωρείται χρόνος κτήσης του εισοδήματος.
Ο έλεγχος υποχρεούται να εντοπίσει το χρόνο εκείνο κατά τον οποίο το μη δικαιολογηθέν έμβασμα ή χρηματικό ποσό εισήλθε στο λογαριασμό του φορολογουμένου. Αυτή η πρωτογενής κίνηση εφόσον δε δικαιολογείται θεωρείται ύποπτη. Οι κινήσεις που μπορεί να λάβουν χώρα στη συνέχεια δηλαδή μεταφορές μεταξύ λογαριασμών του φορολογουμένου, δε λαμβάνονται υπόψη. Σημειώνεται μάλιστα ότι ως προς τον χρόνο μεταξύ ανάληψης και επανακατάθεσης ισχύουν τα αναγραφόμενα στο ΔΕΑΦ Α 1144110 ΕΞ 2015/5.11.2015 έγγραφό.
Σύμφωνα με αυτό δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων. Ελέγχεται όμως η τυχόν ανάλωση του αναληφθέντος ποσού για την αγορά περιουσιακού στοιχείου, γεγονός που καθιστά την επανακατάθεση του πρωτογενή.
Τέλος αν η εντός ευλόγου χρόνου συλλογή στοιχείων σχετικά με τη διαπίστωση του χρόνου προσαύξησης της περιουσίας καθίσταται αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής, γεγονός που πρέπει να βεβαιώνεται από τη φορολογική αρχή με ειδική αιτιολογία, αυτή μπορεί να διαπιστώσει τον κρίσιμο, κατά τα προεκτεθέντα, χρόνο με βάση όσα στοιχεία κατάφερε να συγκεντρώσει ο έλεγχος και, στην εξαιρετική περίπτωση παντελούς έλλειψης τέτοιων στοιχείων, να θεωρήσει κατά τεκμήριο ως κρίσιμο χρόνο εκείνον του εμβάσματος (ΣτΕ 884/2016).
5. Ο ελεγχόμενος έχει στην κατοχή του χρηματικά ποσά που έχει αποκομίσει στο παρελθόν και δεν είχε υποχρέωση να τα δηλώσει, βάσει της τότε νομοθεσίας. Μπορεί να τα επικαλεστεί;
Για την δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας μέσω διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή μέσω απόκτησης εισοδημάτων που στο παρελθόν δεν υπήρχε η υποχρέωση της αναγραφής τους στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, είτε γιατί ήταν αφορολόγητα είτε γιατί φορολογούνταν με ειδικό τρόπο (πχ. τόκοι, πώληση εισηγμένων μετοχών), πρέπει να αποδεικνύονται με τα κατάλληλα νόμιμα δικαιολογητικά.
Επίσης, σε όσες περιπτώσεις επικαλείται ο φορολογούμενος ότι η προσαύξηση περιουσίας προέρχεται από δωρεά, δανειοδότηση, γονική παροχή, κληρονομιά κλπ, πρέπει να ελέγχεται αν υπήρχε η δυνατότητα από τον δωρητή, τον δανειοδότη, τον παρέχοντα, τον κληρονομούμενο, να καταβάλλει ποσά που επικαλείται ο φορολογούμενος, καθώς και αν έχουν καταλογιστεί τα ποσά που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (π.χ. τέλη χαρτοσήμου , φόρος γονικής παροχής , φόρος δωρεάς κ.λπ.).
6. Ο ελεγχόμενος είναι εταίρος σε Ο.Ε. και εκ παραδρομής πελάτες της ΟΕ έχουν εξοφλήσει τις υποχρεώσεις τους με κατάθεση στον προσωπικό του λογαριασμό.
Στην περίπτωση που ο ελεγχόμενος συμμετέχει σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο (ΟΕ, ΕΕ, ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ), κοινωνία ή κοινοπραξία, και το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει το φυσικό πρόσωπο είναι ποσό που αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα ή περιουσία του νομικού προσώπου ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας, δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας, καθώς είναι γνωστής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή το ποσό δύναται να συνιστά δάνειο (αν τούτο προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στα βιβλία ή από άλλα στοιχεία), ή ταμειακή διευκόλυνση, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης, κατά την κρίση του ελέγχου.
Επισημαίνεται ότι αν αυτό το ποσό επεστράφη στο νομικό πρόσωπο (ή κοινωνία ή κοινοπραξία) πριν από την διενέργεια του ελέγχου, τότε αποτελεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση (ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά) για το φυσικό πρόσωπο και η τυχόν απόδοση (υπεραξία) αποτελεί εισόδημα του φυσικού προσώπου εφόσον στο νομικό πρόσωπο επεστράφη μόνο το κεφάλαιο.
7. Μπορεί ο φορολογούμενος να επικαλεστεί λήψη δανείου σε προγενέστερο χρόνο για την κάλυψη τυχόν διαφοράς;
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επικαλείται μεν τη λήψη δανείου από ελληνική ή αλλοδαπή επιχείρηση, αλλά δεν υπάρχει σχετικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ούτε και μπορεί να αποδειχθεί η λήψη του δανείου αυτού από άλλα στοιχεία (π.χ. κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών του δανειστή ή του δανειζόμενου από τις οποίες να προκύπτει δόση ή επιστροφή χρημάτων), τότε ο ισχυρισμός του φορολογούμενου περί δανείου δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
8. Τι ισχύει στην περίπτωση συνδικαιούχων.
Μία ειδική περίπτωση που δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στις ελεγκτικές επαληθεύσεις, είναι αυτή κατά την οποία ο ελεγχόμενος φορολογούμενος συμμετέχει ως συνδικαιούχος σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό συνήθως με άλλα μέλη της οικογένειας του.
Σε αυτή την περίπτωση σύμφωνα με τη νομολογία και τις διοικητικές λύσεις ισχύουν τα εξής:
Α) Ελέγχεται κατά πόσο τα νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου εισοδήματα όλων των συνδικαιούχων, καλύπτουν τα ποσά που έχουν εισρεύσει στον κοινό λογαριασμό. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή, παρόλο που οι συνδικαιούχοι δεν είναι ελεγχόμενα πρόσωπα, η φορολογική αρχή μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα ελέγχου και έρευνας και στο πλαίσιο αυτό να καλέσει τους λοιπούς συνδικαιούχους του λογαριασμού για παροχή πληροφοριών και, ενδεχομένως, συναφών αποδεικτικών στοιχείων.
Β) Πέρα τούτου ο έλεγχος θα κρίνει με βάση τα πραγματικά περιστατικά, ποιος είναι ο δικαιούχος των ποσών που εισρέουν στον τραπεζικό λογαριασμό. Τέτοια μπορεί να είναι:
– Η τυχόν μεταφορά του ποσού στον επίμαχο λογαριασμό από ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου του ή η κατάθεσή του από αυτόν. – Χρεώσεις του επίμαχου κοινού τραπεζικού λογαριασμού, όπως η μεταφορά χρηματικού ποσού από το λογαριασμό αυτό σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου συνδικαιούχου ή σε τραπεζικό λογαριασμό προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρείας στην οποία αυτός είναι εταίρος ή μέτοχος. – Η μεταφορά σε λογαριασμό τρίτου προσώπου με το οποίο αυτός έχει επαγγελματική/οικονομική συνεργασία ή οικονομική συναλλαγή, ή – Η ανάληψη από τον κοινό λογαριασμό χρημάτων για την κάλυψη αγορών που έγιναν μέσω της χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας του συγκεκριμένου συνδικαιούχου – Η πραγματοποίηση άλλης δαπάνης για την κτήση εκ % μέρους του εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων). |
Από την εκτίμηση όλων των παραπάνω στοιχείων, μπορεί να προκύψει τυχόν αποκρυβέν εισόδημα του ελεγχόμενου φορολογούμενου.
Γ) Σημειώνεται επίσης η πιο ακραία, αλλά υπαρκτή υπόθεση ο έλεγχος να αντλήσει στοιχεία και από τραπεζικό λογαριασμό τρίτου προσώπου, στον οποίο δεν είναι μεν συνδικαιούχος ο ελεγχόμενος, αλλά διατηρεί με τον κάτοχο του λογαριασμού οικογενειακή ή επαγγελματική σχέση.
Στην περίπτωση αυτή, το (σημαντικό) χρηματικό ποσό που εισέρχεται σε λογαριασμό άλλου προσώπου (ή άλλων προσώπων) και το οποίο δεν καλύπτεται από τα (νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου) εισοδήματα που το πρόσωπο αυτό έχει (ή τα πρόσωπα αυτά έχουν) δηλώσει στη φορολογική αρχή ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη πηγή ή αιτία, την οποία είτε επικαλείται ο ελεγχόμενος φορολογούμενος είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας τα αναγκαία, κατάλληλα και εύλογα, ενόψει των περιστάσεων, μέτρα ελέγχου και έρευνας, μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και των συνθηκών της υπόθεσης (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ο συγγενικός, φιλικός ή επαγγελματικός δεσμός μεταξύ του φορολογούμενου και του δικαιούχου ή των δικαιούχων του λογαριασμού, η μη άσκηση από τα άλλα αυτά πρόσωπα επαγγελματικής δραστηριότητας, ικανής να οδηγήσει στην παραγωγή εισοδήματος αντίστοιχου με το σημαντικό ποσό που έχει εισρεύσει στο λογαριασμό τους, χωρίς να παρέχονται επαρκείς και αρκούντως τεκμηριωμένες εξηγήσεις για την προέλευσή του, η τυχόν μεταφορά του ποσού αυτού στον επίμαχο λογαριασμό από τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου ή η κατάθεσή του από αυτόν, καθώς και χρεώσεις του επίμαχου τραπεζικού λογαριασμού, όπως η μεταφορά χρηματικού ποσού από το λογαριασμό αυτό σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του ελεγχόμενου φορολογούμενου ή σε τραπεζικό λογαριασμό προσωπικής ή κεφαλαιουχικής εταιρείας στην οποία αυτός είναι εταίρος ή μέτοχος ή σε λογαριασμό τρίτου προσώπου με το οποίο ο φορολογούμενος έχει επαγγελματική/ οικονομική συνεργασία ή οικονομική συναλλαγή, ή η αφαίρεση από το λογαριασμό χρημάτων για την κάλυψη δαπάνης για την κτήση εκ μέρους του περιουσιακών στοιχείων) ότι συνιστά εισόδημα του ελεγχόμενου φορολογούμενου.
Δ) Επισημαίνεται ότι ο ελεγχόμενος φορολογούμενος δύναται, μεταξύ άλλων, να επικαλεσθεί έναντι της φορολογικής Διοίκησης και, περαιτέρω, ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ότι το (σημαντικό) χρηματικό ποσό, που βρέθηκε είτε σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που έχει με άλλο ή άλλα πρόσωπα είτε σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτων προσώπων προέρχεται από την εισαγωγή συναλλάγματος εκ μέρους ή υπέρ (όχι του ιδίου αλλά) άλλου προσώπου – συνδικαιούχου του επίμαχου λογαριασμού. Ωστόσο ένας τέτοιος ισχυρισμός (ανεξαρτήτως του ζητήματος της προέλευσης του συναλλάγματος και του οικονομικού λόγου της περιέλευσής του στον τρίτο που είναι συνδικαιούχος του λογαριασμού), προκειμένου να τεκμηριωθεί νομίμως και επαρκώς, πρέπει να στηρίζεται στα προβλεπόμενα από το νόμο παραστατικά εισαγωγής συναλλάγματος.
Τελικά εάν δεν προκύπτει το μερίδιο του κάθε συνδικαιούχου, εφαρμόζεται το τεκμήριο που θέτει το άρθρου 493 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο οι συνδικαιούχοι του λογαριασμού έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη στο ενεργητικό του (πρβλ. ΣτΕ 2260/2008, ΑΠ 1128/2017, ΑΠ 1691/2014, ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 380/2006 κ.ά.). Σε αντιστοιχία προς τα παραπάνω, η (εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 27 παρ. 2 του ΚΦΔ) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1050/2014 ορίζει, στο άρθρο 2.4, ότι «περιπτώσεις κοινών [τραπεζικών] λογαριασμών καταλογίζονται στον πραγματικό δικαιούχο, ο οποίος καθορίζεται με βάση τις πραγματικές περιστάσεις και τη φύση των συναλλαγών. Εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, τα ποσά κατανέμονται ισόποσα σε όλους τους συνδικαιούχους (ποσό διά αριθμό συνδικαιούχων)».
Έτσι σε περίπτωση που διενεργείται φορολογικός έλεγχος σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό προκειμένου να διαπιστωθεί προσαύξηση περιουσίας κάποιου από τους συνδικαιούχους του λογαριασμού, το ποσό του εν λόγω λογαριασμού θεωρείται κατ’ αρχήν ότι ανήκει στους συνδικαιούχους κατ’ ίσα μέρη είναι δε στην ευχέρεια της φορολογικής αρχής να αποδείξει το αντίθετο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι έλεγχοι που διενεργούνται το τελευταίο διάστημα, μέσω της διασταύρωσης των κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών, παρόλο που δε συνιστούν ακριβώς μία από τις γνωστές έμμεσες τεχνικές, είναι σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεσματικές και διενεργούνται σχετικά γρήγορα. Σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στη συλλογή στοιχείων πριν την έναρξη του ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα καλείται ο φορολογούμενος με τη συμπλήρωση του σχετικού εντύπου που του χορηγείται να παράσχει πληροφορίες που αφορούν την περιουσιακή κατάσταση και τις συνθήκες διαβίωσης του ιδίου φορολογούμενου, του/της συζύγου του και των προστατευόμενων μελών τους, για τις ελεγχόμενες φορολογικές περιόδους, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που η Φορολογική Διοίκηση θεωρεί απαραίτητο.
Στα ανωτέρω στοιχεία μπορούν να συμπεριλαμβάνονται: στοιχεία για ακίνητα (οικόπεδα, αγροτεμάχια, κτίσματα κάθε μορφής), για κινητά μέσα (οχήματα κάθε μορφής, πλωτά και εναέρια μέσα), για επενδύσεις σε μετοχές κάθε μορφής, για καταθέσεις κάθε μορφής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για διαθέσιμα μετρητά, για έργα τέχνης, συλλογές και λοιπά τιμαλφή και για απαιτήσεις/υποχρεώσεις κάθε είδους.
Ειδικά ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των κατηγοριών έργων τέχνης, συλλογών και λοιπών τιμαλφών απαιτείται η παροχή στοιχείων μόνο εφόσον η αξία εκάστου υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.
Τα ανωτέρω στοιχεία παρέχονται διακεκριμένα για κάθε φορολογική περίοδο σε περίπτωση που υπάρχουν μεταβολές.