Η Διαμεσολάβηση ως τρόπος επίλυσης των διαφορών εξωδικαστικά.

Τι είναι Διαμεσολάβηση:

Η Διαμεσολάβηση δεν είναι δικαστική ή δικονομική διαδικασία, αλλά αποτελεί έναν κοινωνικό θεσμό που αφορά κάθε πολίτη και βέβαια δεν του αποστερεί την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Αποτελεί εναλλακτική μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών. Τα «αντιμαχόμενα» μέρη – οι αντίδικοι – διαπραγματεύονται, με τη βοήθεια και συνδρομή του διαμεσολαβητή, ενός τρίτου προς αυτούς, ουδέτερου προσώπου. Ο στόχος είναι να καταλήξουν σε μια βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική λύση της διαφοράς, χωρίς την ανάγκη να προσφύγουν σε μια χρονοβόρα και δαπανηρή δικαστική διαμάχη.

Πώς γίνεται:

Η συνήθης διαδικασία της Διαμεσολάβησης ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη μεταξύ τους διαφορά. Στη συνέχεια, ακολουθούν κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να διερευνήσει την ουσία της υπόθεσης και να βοηθήσει τα μέρη στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις προσανατολίζοντάς τα προς τα συμφέροντά τους και μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις, πάντα, όμως με τη συναίνεσή τους.

Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό της Διαμεσολάβησης, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός των άλλων στοιχείων, τη συμφωνία επίλυσης και υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία. Μπορεί δε να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου, αν κάποιο από τα μέρη το ζητήσει, ώστε να αποτελεί και εκτελεστό τίτλο. Η πείρα, από την πρακτική της Διαμεσολάβησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παραπέμπει σε διαδικασία με μέσο όρο διάρκειας 8 ώρες, εντός της ίδιας ημέρας.  Η διαδικασία έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας.

Ο ρόλος των δικηγόρων:

Είναι ευδιάκριτος ο κρίσιμος ρόλος των δικηγόρων-παραστατών των μερών για την επιτυχή εφαρμογή της διαμεσολάβησης – τόσο σε αμιγώς εθελοντική βάση όσο και, ιδίως, στην περίπτωση των υποχρεωτικών μορφών υπαγωγής σε απόπειρα επίλυσης διά της Διαμεσολάβησης. Ο νομικός παραστάτης, δηλ. ο δικηγόρος, εξασφαλίζει την ενημέρωση του εντολέα του για τη λειτουργία και τα οφέλη του θεσμού και εγγυάται την ουσιαστική συμμετοχή του στη διαδικασία. Το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι είναι υποχρεωτική η παράσταση των δικηγόρων σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Ποιες διαφορές αφορά:

Με τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, όπως αστικές και εμπορικές. Ενδεικτικά, αναφέρονται, οι οικογενειακές διαφορές, οι διαφορές οροφοκτησίας, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές για αξιώσεις ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας, οι υποθέσεις αστικής ιατρικής ευθύνης, οι διαφορές μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και χρηστών.

Ποιος είναι ο διαμεσολαβητής:

Διαμεσολαβητής είναι τρίτο πρόσωπο, ανεξάρτητο, με ειδική κατάρτιση, διαπιστευμένος από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει απόφαση, δεν επιβάλλει λύση, αλλά βοηθάει στις διαπραγματεύσεις για να υπάρξει αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία.

Τι θα ισχύσει από 01/01/2020

Με το νόμο 4640/30.11.2019, ψηφίστηκαν οι ισχύουσες διατάξεις περί διαμεσολάβησης σε όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις εθνικού και διασυνοριακού χαρακτήρα. Τα βασικά στοιχεία της διαμεσολάβησης όπως ισχύουν πλέον, είναι τα εξής:

1. Σε όλες τις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από το δικηγόρο του, ως προς τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς του με διαμεσολάβηση. Η ενημέρωση γίνεται προφορικά αλλά συντάσσεται και υπογράφεται σχετικό ενημερωτικό έντυπο τόσο από τον πελάτη όσο και από το δικηγόρο του. Η υποχρέωση καταλαμβάνει όλες τις υποθέσεις ανεξαρτήτως ποσού και διαδικασίας  Η ισχύς της διάταξης αυτής ξεκίνησε από τις 02.12.2019

2. Για τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας με αξία αντικείμενου άνω των 30.000 ευρώ και για τις οικογενειακές διαφορές με περιουσιακό αντικείμενο, θεσμοθετείται η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης Παράλειψη της υποχρέωσης αυτής και παράκαμψη τη διαδικασίας, καθιστά απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής αργότερα. Εξαιρούνται οι υποθέσεις με διάδικο το Δημόσιο, το Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., και οι υποθέσεις που αφορούν το γάμο και την οικογένεια που δεν έχουν οικονομικό αντικείμενο (λ.χ. η λύση του γάμου, η προσβολή της πατρότητας  κτλ). Η ισχύς της διάταξης είναι για τις οικογενειακές διαφορές από την 15η  Ιανουαρίου 2020, και από την 15η Μαρτίου 2020 για τις υπόλοιπες.

3. Στη διαδικασία διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά με το δικηγόρο τους.

4. Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται ελεύθερα από τα μέρη. Ο χρόνος, ο τόπος και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαμεσολάβησης καθορίζονται από τους συμμετέχοντες και το διαμεσολαβητή. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή καθορίζεται έπειτα από συμφωνία και κατά κανόνα βαρύνει τα μέρη κατ’ ισομοιρία.

5. Στις υποθέσεις με υποχρεωτική αρχική συνεδρία και σε περίπτωση που το ένα μέρος δεν συμμετάσχει στη διαδικασία αν και κλήθηκε, προβλέπεται χρηματική ποινή εις βάρος του που δεν μπορεί να είναι λιγότερη από 100 ευρώ και μεγαλύτερη από 500 ευρώ, και την οποία επιβάλει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης αργότερα. Επίσης προβλέπεται ως δικαστικό έξοδο και η αμοιβή που έλαβε ο διαμεσολαβητής από το μέρος που κίνησε τη διαδικασία.

6. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλάβει την επίλυση της διαφοράς σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων και σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος να επηρεαστεί η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του.

7. Στη διαμεσολάβηση η διαδικασία είναι προφορική, δεν τηρούνται πρακτικά και οι συμμετέχοντες δεσμεύονται να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας. Όσα λέγονται και προτείνονται στο πλαίσιο διαμεσολάβησης, δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν αργότερα ενώπιον δικαστηρίου. Η παραβίαση του απορρήτου επιφέρει και αστικές ευθύνες.

8. Σε περίπτωση επιτυχίας της διαμεσολάβησης, συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τα μέρη και το οποίο μπορεί ν’ αποκτήσει ισχύ εκτελεστού τίτλου. Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από το διαμεσολαβητή και υποχρεωτικά κατατίθεται στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υπόθεσης αργότερα.

Σκοπός της διαμεσολάβησης δεν είναι η έκδοση απόφασης αλλά η επίτευξη μίας συμφωνίας δίκαιης και εφικτής για τα μέρη, χωρίς την καθυστέρηση και αβεβαιότητα που προκαλεί μια δικαστική διαμάχη.

7+1 πλεονεκτηματα σε σχέση με μια δικαστική διαδικασία

1. Διαμορφώνουν τη λύση της διαφοράς τα μέρη της και όχι ο δικαστής.

2. Η διαδικασία είναι κατά κύριο λόγο προφορική (ως την τελική συμφωνία), κατανοητή από όλους και σύντομη. Αντίθετα, στο δικαστήριο είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα.

3. Η διαδικασία πραγματοποιείται με μόνα τα μέρη, τον διαμεσολαβητή και τους δικηγόρους τους, ενώ είναι απόρρητη. Στο δικαστήριο η διαδικασία πραγματοποιείται σε δημόσιο ακροατήριο, ενώπιον κοινού.

4. Στη Διαμεσολάβηση διαπραγματεύεσαι, δηλαδή συζητάς, ενώ προσπαθεί ο ένας να πείσει τον άλλον.

5. Στη Διαμεσολάβηση τα μέρη μίας διαφοράς είναι οι πρωταγωνιστές της διαδικασίας. Εκθέτουν την εμπειρία τους από την υπόθεσή τους και τις απόψεις τους για τη λύση της διαφοράς.

6. Στο δικαστήριο κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει. Στη Διαμεσολάβηση, μέσα από την κοινά αποδεκτή λύση, κερδίζουν συνήθως όλοι.

7. Οι δικαστικές διαδικασίες διαρκούν (αναλόγως της φύσης τους) μήνες ή χρόνια. Οι διαμεσολαβήσεις, μαζί με την προετοιμασία τους, διαρκούν (αναλόγως της ταχύτητας σύμπραξης των μερών της εκάστοτε διαφοράς) μέρες ή μήνες. Το βασικό στάδιο της διαδικασίας διαρκεί συνήθως μόλις μία ημέρα.

+1

Στο δικαστήριο λύνονται μόνο τα νομικά και τα οικονομικά ζητήματα. Στη Διαμεσολάβηση λαμβάνονται υπόψη και αποκαθίστανται όλες οι πτυχές μιας διαφοράς (νομικές, οικονομικές, εμπορικές, κοινωνικές και συναισθηματικές).