Καταρχάς τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης καλύπτονται από τα δηλωθέντα εισοδήματα των φορολογουμένων και σε περίπτωση συζύγων, ο ένας μπορεί να καλύψει τα τεκμήρια του άλλου από δικά του εισοδήματα.
Επίσης, ως γνωστόν υπάρχει η δυνατότητα δικαιολόγησης των τεκμηρίων διαβίωσης ή κτήσης περιουσιακών στοιχείων με την επίκληση από τον φορολογούμενο ανάλωσης κεφαλαίου που σχηματίστηκε από τα προηγούμενα έτη. Μπορεί δηλαδή ο φορολογούμενος να δικαιολογήσει τη διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που προσδιορίστηκε τεκμαρτώς και του εισοδήματος που δήλωσε, ισχυριζόμενος ότι τα προηγούμενα έτη του περίσσεψε ποσό χρημάτων το οποίο φορολογήθηκε ή νόμιμα απαλλάχθηκε από τον φόρο και το οποίο ξόδεψε το έτος της φορολογίας για να καλύψει αυτή τη διαφορά.
Τεκμήρια διαβίωσης μεταξύ συζύγων
Κατά τη διάρκεια του γάμου για την κάλυψη των τεκμηρίων λαμβάνεται υπόψη το συνολικό οικογενειακό εισόδημα. Με λίγα λόγια, στην κοινή δήλωση που υποβάλλουν οι σύζυγοι, από ανάλωση κεφαλαίου που επικαλείται ο φορολογούμενος μπορεί να καλυφθεί αντικειμενική δαπάνη (τεκμήριο διαβίωσης) της συζύγου του. Υπάρχει δηλαδή το δικαίωμα της “μεταφοράς” εισοδήματος από τον έναν στον άλλο σύζυγο για την κάλυψη τεκμηρίων. Λόγω των κοινών τεκμηρίων διαβίωσης, ο ένας σύζυγος μπορεί να στηριχθεί στα εισοδήματα του άλλου, ώστε να δικαιολογήσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή του (τα οποία δεν δικαιολογούνται από το ατομικό του εισόδημα).
Ακόμη, όπως έχει κριθεί και με την υπ’ αριθ. 409/2018 απόφαση της ΔΕΔ Θεσσαλονίκης μπορεί να επικαλεστεί ο ένας σύζυγος ακόμη και κεφάλαια του άλλου συζύγου που αποκτήθηκαν προ του έγγαμου βίου για να καλύψει τη διαφορά τεκμηρίων, καθώς ούτε στις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 33 και 34 του ν. 4172/2013 αλλά ούτε και στην ΠΟΛ.1076/26.3.2015, προβλέπεται ρητά η μη δυνατότητα κάλυψης της προστιθέμενης διαφοράς τεκμηρίων του ενός συζύγου με κεφάλαια του άλλου συζύγου, που αποκτήθηκαν προ έγγαμου βίου.
Τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και άτυπη δωρεά
Το ίδιο ισχύει και για τα τεκμήρια απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, καθώς ο ένας σύζυγος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα εισοδήματα του άλλου συζύγου για να καλύψει ένα τεκμήριο απόκτησης περιουσιακού στοιχείου. Όσον αφορά το εισόδημα καλύπτεται, όμως κατά το παρελθόν ο φορολογικός έλεγχος αναζητούσε φόρο δωρεάς για την απόκτηση, στις περιπτώσεις όπου γίνεται αγορά περιουσιακού στοιχείου από τον ένα σύζυγο, ο οποίος όμως δεν έχει εισοδήματα ικανά για να δικαιολογήσουν αυτή τη δαπάνη απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου, καθώς στην περίπτωση αυτή υποκρύπτεται δωρεά.
Παράδειγμα
Σε ένα ανδρόγυνο, η άνεργη σύζυγος, που δεν έχει εισοδήματα προβαίνει σε αγορά ακινήτου στο όνομά της αξίας 300.000 ευρώ. Το τεκμήριο για την αγορά αυτή το καλύπτει ο σύζυγος. Ωστόσο, εδώ έχουμε μία χαρακτηριστική περίπτωση (άτυπης) δωρεάς και ο φορολογικός έλεγχος μπορεί να αναζητήσει τον αναλογούντα φόρο δωρεάς. Και βέβαια η περίπτωση γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη εάν υποθέσουμε ότι το ζευγάρι ένα έτος μετά την αγορά χωρίζει. Στην περίπτωση αυτή. Πιθανότατα μάλιστα ο σύζυγος να αναζητήσει το περιουσιακό στοιχείο μετά την διακοπή του έγγαμου βίου, αν και με βάση τη νομολογία δεν υπολογίζεται στην αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου ό,τι αυτός απέκτησε από δωρεά του άλλου και δεν αποδίδεται η αύξηση αυτή, ως αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (βλ. υπ’ αριθ. 114/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου).
Με βάση τη νομολογία έχει κριθεί ότι είναι δυνατή η συναγωγή τεκμηρίου δωρεάς υπό του ελέγχου αν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Τα πρόσωπα (αυτός που δίνει και αυτός που παίρνει) να συνδέονται μεταξύ τους με ιδιαίτερο συγκεκριμένο συγγενικό δεσμό ή είναι σύζυγοι.
β) Ο αρμόδιος Οικονομικός Προϊστάμενος αιτιολογημένα να αποκλείσει κάθε άλλη πηγή προέλευσης χρημάτων κατά το οποίο υπολογίζεται ότι αυξήθηκε η περιουσία του προσώπου που θεωρείται δωρεοδόχος ή και μόνο να αποκλείσει αιτιολογημένα τις πηγές των χρημάτων που επικαλούνται οι φορολογούμενοι.
γ) Ο αρμόδιος Οικονομικός Προϊστάμενος αιτιολογημένα να διαπιστώσει ότι η οικονομική κατάσταση του προσώπου που θεωρείται δωρητής του επέτρεπε να κάνει δωρεά που υποστηρίζει ότι έγινε. Αν συντρέχουν οι τρείς αυτές προϋποθέσεις ο αρμόδιος Οικονομικός Προϊστάμενος νόμιμα καταλογίζει φόρο δωρεάς έστω και αν δεν έχει πλήρη αποδεικτικά στοιχεία για την πραγματοποίηση της (Σχετ. ΣτΕ 2856/1974, 954/1982 ΚΑΙ 4026/1983).
Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης καθένας από τους συζύγους έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί από τις κοινές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί κατά το διάστημα του έγγαμου βίου μόνο τα δικά του εισοδήματα.
Επίσης, σε περίπτωση χωριστών δηλώσεων συζύγων, για την κάλυψη ή τον περιορισμό της διαφοράς που προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, λαμβάνονται υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, όπως αυτά δηλώνονται από τον κάθε σύζυγο χωριστά, δεν είναι δηλαδή κοινά τα τεκμήρια.
Συμπερασματικά, ναι μεν ένας φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον ίδιο ή τη σύζυγό του, προκειμένου να καλυφθεί ή να μειωθεί η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, ωστόσο, στην περίπτωση της απόκτησης ενός περιουσιακού στοιχείου από έναν εκ των συζύγων, ο οποίος όμως δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια που προέρχονται από τα εισοδήματά του ικανά για να δικαιολογήσουν την αγορά, τότε μπορεί να συναχθεί υπό προϋποθέσεις τεκμήριο άτυπης δωρεάς από τον άλλο σύζυγο.
* Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο “ΟΔΗΓΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ – “Παραδοσιακές” και “Έμμεσες” Μέθοδοι Ελέγχου – Θεωρία και Πράξη”.
** O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός.
** H κα Νίκη Χατζοπούλου είναι Δικηγόρος LL.M. & Διαμεσολαβήτρια, συνεργάτης της Artion Α.Ε.