Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη

Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, αποτελούν μια συνηθισμένη πρακτική παρακίνησης των εργαζομένων, αλλά και ένα μέσο αντιστάθμισης των μισθολογικών απωλειών που έχουν δεχθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα.

Ο εργοδότης κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εργασιακής σχέσης, μπορεί να προβαίνει σε οικιοθελείς παροχές προς τον μισθωτό, παροχές δηλαδή για τις οποίες δεν έχει καταρχήν νομική δέσμευση (και δη από τη σύμβαση), ως ιδιαίτερη αμοιβή για την εργασία του. Η συνεχής δε και επανειλημμένη επί μακρόν και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα παροχή της ιδιαίτερης αυτής αμοιβής, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της. Δηλαδή, αποτελεί μισθό με βάση τη (σιωπηρά καταρτιζόμενη) σύμβαση, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Α.Κ.) και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, αφού δεν στηρίζεται πλέον στη μονομερή θέλησή του, αλλά στη σύμβαση, εκτός αν αυτός επιφυλάχθηκε ως προς την διακοπή της στο μέλλον.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η παροχή δεν νοείται για κάλυψη και συμψηφισμό απαιτήσεων μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, η χορήγηση δε της παροχής υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και προϋποθέσεις, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για την τακτική καταβολή της και αποτελεί πλέον τμήμα του καταβαλλόμενου υπέρτερου συμβατικού μισθού.

Οπότε, η αρχικά οικειοθελής παροχή του υπέρτερου συμβατικού μισθού και ως όρος της ατομικής σύμβασης του εργαζόμενου, καθίσταται υποχρεωτική (αφού πλέον αποτελεί συμφωνημένο μισθό). Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, οποιοδήποτε επίδομα ή άλλη παροχή που τυχόν οφείλεται στον μισθωτό δεν συμψηφίζεται με αυτή την οικειοθελή παροχή, αλλά καταβάλλεται επιπλέον του μισθού (στον οποίο ενσωματώνεται και η εν λόγω οικειοθελής παροχή).

Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη προς τον εργαζόμενο μπορούν να συνίστανται και σε είδος (π.χ. τροφή), και αντιμετωπίζονται όπως και οι χρηματικές παροχές.

Οι οικειοθελείς παροχές που δεν αποτελούν αντάλλαγμα της εργασίας και είναι ελευθέρως ανακλητές δεν μπορούν να προταθούν σε συμψηφισμό (άρθρο 440 του Α.Κ.) με απαιτήσεις του μισθωτού από τις αποδοχές του.

2. Οι παροχές σε είδος που θεωρούνται εισόδημα

Ο Ν. 4172/2013 ορίζει έναν γενικό κανόνα για το τι θεωρείται παροχή σε είδος και επιπλέον εξειδικεύει συγκεκριμένες κατηγορίες παροχών, για τις οποίες είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η αγοραία αξία τους, προκειμένου να αποτελέσουν φορολογητέο εισόδημα. Σε συνέχεια των διατάξεων του Ν. 4172/2013 για τη φορολόγηση των παροχών σε είδος, δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών η ΠΟΛ. 1219/06-10-2014 , με την οποία παρέχονται σχετικές διευκρινίσεις.

Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ.1 του Ν. 4172/2013 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 4646/2019 , τίθεται ο γενικός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο: «1.Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 και του άρθρου 14, οποιεσδήποτε παροχές σε είδος λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος, συνυπολογίζονται στο φορολογητέο εισόδημά του στην αγοραία αξία τους, εφόσον η συνολική αξία των παροχών σε είδος υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ ανά φορολογικό έτος και μόνο για το υπερβάλλον ποσό.».

Στη γενική αυτή κατηγορία, περιλαμβάνονται ενδεικτικά:

1) Δωροεπιταγές. Η αξία των αγαθών που αντιπροσωπεύουν οι χορηγούμενες «δωροεπιταγές», καθώς και η αξία της αγοράς αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που αντιπροσωπεύουν τα χορηγούμενα «κουπόνια».

2) Διατακτικές. Η αξία των διατακτικών που χορηγούνται δωρεάν για την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών από συμβεβλημένα καταστήματα. Εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία οι διατακτικές σίτισης, έως και 6 ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα.

3) Χρήση εταιρικών πιστωτικών καρτών. Η παροχή της χρήσης εταιρικών πιστωτικών καρτών στους εργαζόμενους, για δαπάνες που δεν εξυπηρετούν το συμφέρον της επιχείρησης, αλλά για την κάλυψη προσωπικών, οικογενειακών ή άλλων δαπανών ή δεν χρησιμοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές αυτής, που το σχετικό κόστος αναλαμβάνει ο εργοδότης, θεωρούνται μισθός.

4) Εκπτώσεις ή δωρεάν παροχές από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κ.λπ. Το όφελος που προκύπτει για τους εργαζόμενους, διευθυντές, διαχειριστές, μέλη διοίκησης και συνταξιούχους των εταιρειών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας, ύδρευσης, παροχής αερίου, συνδρομητικών υπηρεσιών (π.χ. τηλεόραση) από την παροχή σε αυτούς ορισμένης ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, νερού, φυσικού αερίου και συνδρομητικών καναλιών αντίστοιχα, με μειωμένο τιμολόγιο ή άνευ ανταλλάγματος, θεωρείται μισθός.

5) Πληρωμές φροντιστηρίων, παιδικών σταθμών, διδάκτρων, συνδρομών, ιατρικά έξοδα. Θεωρούνται μισθός και φορολογούνται οι διάφορες πληρωμές που γίνονται απευθείας από τους εργοδότες σε τρίτους, όπως αυτές που πραγματοποιούνται:

α) Προς φροντιστήρια, σχολεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς, κατασκηνώσεις κ.λπ. και αφορούν την κάλυψη εξόδων διδάκτρων, βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ. των ανωτέρω προσώπων.

β) Οι απευθείας πληρωμές που αφορούν την κάλυψη εξόδων συμμετοχής των προσώπων αυτών σε ημερίδες, προγράμματα ή σεμινάρια εκπαίδευσης, επιμόρφωσης ή επαγγελματικής κατάρτισης ή την κάλυψη συνδρομών σε περιοδικά και επιμελητήρια, που δεν αφορούν το αντικείμενο της εργασίας τους ή το επίπεδο της θέσης που κατέχουν.

γ) Οι απευθείας πληρωμές που αφορούν την κάλυψη συνδρομών των προσώπων αυτών (σε γυμναστήρια, λέσχες κ.λπ.).

δ) Αυτές που αφορούν την κάλυψη ιατρικών εξόδων τους (π.χ. check-up). Στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνεται και το όφελος που προκύπτει για τους εργαζόμενους, διευθυντές, διαχειριστές και μέλη διοίκησης ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, εξαιτίας της δωρεάν φοίτησης ή της φοίτησης με μειωμένα δίδακτρα σε αυτά των τέκνων τους, με εξαίρεση τις υποτροφίες που χορηγούνται από τα εν λόγω εκπαιδευτήρια.

6) Παροχή χρήσης κινητού τηλεφώνου σε εργαζόμενους, διευθυντές, διαχειριστές και μέλη διοίκησης. Σε ό,τι αφορά στην παροχή χρήσης κινητού τηλεφώνου:

α) Εάν το ποσό του λογαριασμού του κινητού τηλεφώνου, είναι ίσο με το καθορισμένο από την επιχείρηση πάγιο του προγράμματος που αγόρασε από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, δεν λογίζεται ως μισθός του χρήστη του τηλεφώνου και δεν φορολογείται, ανεξαρτήτως του ύψους του, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια του φορολογούμενου ή του εργοδότη του.

β) Εάν ο λογαριασμός υπερβαίνει το καθορισμένο πάγιο, τότε και το υπερβάλλον δεν θεωρείται μισθός, εφόσον βεβαιώνει ο εργοδότης ότι αυτό αφορά σε επαγγελματικές ανάγκες. Σε περίπτωση που το υπερβάλλον ποσό αφορά σε προσωπικές ανάγκες του εργαζόμενου, τότε θεωρείται μισθός του.

Σύμφωνα με την ΠΟΛ. 1219/2014 , ο διαχωρισμός μεταξύ κλήσεων που αφορούν στην επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη και κλήσεων που εξυπηρετούν προσωπικές ανάγκες, μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω της ανάλυσης ανά αριθμό που περιλαμβάνει ο λογαριασμός κινητής τηλεφωνίας. Σε κάθε περίπτωση, ο διαχωρισμός μπορεί να βασιστεί και σε βεβαίωση του εργοδότη, με την οποία βεβαιώνεται σε ετήσια βάση το ποσό που αφορά σε επαγγελματική χρήση ή άλλη χρήση της εταιρικής σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός ή ο εργοδότης δεν προβεί στον διαχωρισμό αυτό για οποιοδήποτε λόγο και δεν χορηγήσει σχετική βεβαίωση, τότε το υπερβάλλον ποσό του κόστους του προγράμματος χρήσης θεωρείται ως παροχή σε είδος.

3. Εξειδικευμένες κατηγορίες παροχών σε είδος

Ο Ν. 4172/2013 εξειδικεύει τέσσερις (4) κατηγορίες παροχών σε είδος, για τις οποίες είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η αγοραία αξία τους, προκειμένου να αποτελέσουν φορολογητέο εισόδημα για τον εργαζόμενο, εταίρο ή μέτοχο.

Οι παροχές αυτές είναι: 1) Η παραχώρηση οχήματος. 2) Η παραχώρηση κατοικίας. 3) Τα δάνεια ή η προκαταβολή μισθού. 4) Τα δικαιώματα προαίρεσης (stock options) απόκτησης μετοχών.

1) Παραχώρηση χρήσης αυτοκινήτου. Σύμφωνα με την παρ. 2 του Ν. 4172/2013 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 4646/2019 , η αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα (1) φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους, υπολογίζεται με βάση την ακόλουθη κλίμακα ως ποσοστό της Λιανικής Τιμής Προ Φόρων (Λ.Τ.Π.Φ.) του οχήματος ως εξής:

α) για Λ.Τ.Π.Φ. από μηδέν (0) έως δεκατέσσερις χιλιάδες (14.000) ευρώ ως ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,

β) για Λ.Τ.Π.Φ. από δεκατέσσερις χιλιάδες ένα (14.001) έως δεκαεπτά χιλιάδες (17.000) ευρώ ως ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,

γ) για Λ.Τ.Π.Φ. από δεκαεπτά χιλιάδες ένα (17.001) έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ ως ποσοστό τριάντα τρία τοις εκατό (33%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,

δ) για Λ.Τ.Π.Φ. από είκοσι χιλιάδες ένα (20.001) έως είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ ως ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,

ε) για Λ.Τ.Π.Φ. από είκοσι πέντε χιλιάδες ένα (25.001) έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ ως ποσοστό τριάντα επτά τοις εκατό (37%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,

στ) για Λ.Τ.Π.Φ. πλέον των τριάντα χιλιάδων ένα (30.001) ευρώ, ως ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της Λ.Τ.Π.Φ. ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα, ανεξάρτητα αν το όχημα ανήκει στην επιχείρηση ή είναι μισθωμένο με οποιονδήποτε τρόπο στα ανωτέρω πρόσωπα.

Το ανωτέρω ποσοστό καθενός οχήματος δεν επιμερίζεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα. Η αξία της παραχώρησης του οχήματος μειώνεται βάσει παλαιότητας ως εξής:

i) 0-2 έτη καμία μείωση. ii) 3-5 έτη μείωση δέκα τοις εκατό (10%). iii) 6-9 έτη μείωση είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). iv) Από 10 έτη και μετά μείωση πενήντα τοις εκατό (50%).

Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται τα οχήματα που παραχωρούνται αποκλειστικά για επαγγελματικούς σκοπούς και έχουν Λιανική Τιμή Πώλησης Προ Φόρων έως δεκαεπτά χιλιάδες (17.000) ευρώ.

Η παρ. 2, είχε αντικατασταθεί με τη παρ.1 του άρθρου 44 Ν.4389/2016 , ΦΕΚ Α 94. Αντικαταστάθηκε εκ νέου με τη παρ.1 του άρθρου 99 του Ν.4446/2016 (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016). Τέλος, αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με το άρθρο 4 του Ν.4646/2019 «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο», (ΦΕΚ Α΄ 201/12-12-2019).

Παραχώρηση ή χρήση αυτοκινήτου που δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις για αμοιβή σε είδος. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Ν. 4172/2013 , δεν καταλαμβάνουν:

α) Τα αυτοκίνητα, τα οποία παρέχουν οι επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους πωλητές, τεχνικούς και λοιπούς εργαζόμενους, των οποίων η εργασία απαιτεί συχνή μετακίνηση εκτός των εγκαταστάσεων του εργοδότη (tool cars) και χρησιμοποιούνται για την επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη, ανεξάρτητα αν τα αυτοκίνητα αυτά μπορεί να χρησιμοποιούνται από τον δικαιούχο και εκτός του ωραρίου εργασίας τους.

Αντιθέτως, καταλαμβάνεται και αποτελεί παροχή σε είδος η κατά τα παραπάνω προσδιοριζόμενη αξία των αυτοκινήτων που παρέχονται στους εργαζόμενους λόγω της θέσης τους (π.χ. σε διευθυντές και επιθεωρητές πωλήσεων, τεχνικούς διευθυντές και λοιπά στελέχη).

β) Τα αυτοκίνητα δοκιμών (test-drive) που διαθέτουν οι επιχειρήσεις εμπορίας αυτοκινήτων.

γ) Τα αυτοκίνητα μεταφοράς προσωπικού (π.χ. mini-bus).

δ) Τα αυτοκίνητα, που χρησιμοποιούν επιχειρήσεις (π.χ. ξενοδοχειακές επιχειρήσεις) για μεταφορά καλεσμένων ή πελατών τους.

ε) Τα αυτοκίνητα, τα οποία διαθέτουν οι επιχειρήσεις επισκευής και συντήρησης (service) αυτοκινήτων προσωρινά σε αντικατάσταση των επισκευαζόμενων.

στ) Τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, που χρησιμοποιούνται από τις αεροπορικές εταιρείες και τις επιχειρήσεις διαχείρισης αεροδρομίων για την εξυπηρέτηση των αεροσκαφών και των επιβατών τους (αυτοκίνητα πίστας) καθώς και για τη μεταφορά VIPS ή προσωπικού.

2) Παραχώρηση κατοικίας. Η αγοραία αξία από την παραχώρηση κατοικίας σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους θεωρείται παροχή σε είδος. Η παροχή αυτή, αποτιμάται στο ποσό του μισθώματος που καταβάλλεται απευθείας από τον εργοδότη προς τον εκμισθωτή της παραχωρούμενης κατοικίας, ενώ στην περίπτωση που η προς παραχώρηση κατοικία ανήκει στον εργοδότη, η παροχή σε είδος αποτιμάται σε ποσοστό 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

Η παραπάνω διάταξη δεν καταλαμβάνει τις παρακάτω περιπτώσεις:

i) Την παροχή καταλύματος από το Δημόσιο και φορείς του Δημοσίου, σε υπηρετούντες σε αυτό (π.χ. σε ένστολους), δεδομένου ότι η μετακίνησή τους αποτελεί εκ του νόμου υποχρέωση.

ii) Την παροχή καταλύματος (οικίας) σε εργαζόμενους, εταίρους ή μετόχους από φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα λόγω πρόσκαιρης μετακίνησης αυτών σε υποκαταστήματα ή εργοτάξια ή άλλες επαγγελματικές εγκαταστάσεις του εργοδότη στα πλαίσια της εργασίας τους (ενδεικτικά, αναφέρεται η περίπτωση όπου ο εργοδότης διατηρεί οικία εκτός της έδρας της επιχείρησής του για τις ανάγκες προσωρινής διαμονής – π.χ. μία εβδομάδα, ένας μήνας – των εργαζομένων που χρειάζεται να μεταβούν προσωρινά εκτός έδρας για τις ανάγκες της επιχείρησης του εργοδότη).

3) Χορήγηση δανείου – Προκαταβολή μισθού άνω των τριών μηνών. Παροχή σε είδος, αποτελεί και η χορήγηση δανείου κατόπιν έγγραφης συμφωνίας από φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο. Η ωφέλεια για τον λήπτη της παροχής αυτής προσδιορίζεται ανά φορολογικό έτος, υπολογίζεται κατά τον μήνα στον οποίον δόθηκε η παροχή και αποτιμάται ως η διαφορά μεταξύ των τόκων που υπολογίζονται με βάση το μέσο επιτόκιο αγοράς (σχετική η ΠΟΛ.1034/2014 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών) και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος, βάσει της σχετικής έγγραφης συμφωνίας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, ως παροχή σε είδος, λαμβάνεται το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου. Επιπλέον, η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών, δηλαδή ποσά που υπερβαίνουν το ποσό των τριών μισθών, θεωρούνται δάνειο.

Ειδικότερα ο νόμος αναφέρει ότι, οι παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα περιβάλλονται τη μορφή έγγραφης συμφωνίας και αποτιμώνται με βάση το ποσό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς «του οποίου η μέθοδος υπολογισμού» ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα. Όπως αντικαταστάθηκε η ανωτέρω ΠΟΛ. σε σημεία ως άνω, με τη παρ.3 του άρθρου 22 του Ν.4223/2013 , (ΦΕΚ Α΄ 287/31-12-2013).

4) Δικαιώματα προαίρεσης απόκτησης μετοχών. Παροχή σε είδος αποτελεί και η ωφέλεια που λαμβάνει εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, με τη μορφή δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών. Η αγοραία αξία των παροχών σε είδος προσδιορίζεται κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης και ανεξαρτήτως εάν συνεχίζει να ισχύει η εργασιακή σχέση, εφόσον οι μετοχές που αποκτώνται κατά την άσκηση του δικαιώματος προαίρεσης μεταβιβαστούν πριν από τη συμπλήρωση κατ` αντιστοιχία του οριζόμενου χρονικού διαστήματος στο άρθρο 42Α κατά περίπτωση. Η αγοραία αξία άσκησης δικαιώματος για τις μετοχές των εισηγμένων εταιρειών είναι η τιμή κλεισίματος της μετοχής στο χρηματιστήριο μειωμένη κατά την τιμή διάθεσης του δικαιώματος. Η αγοραία αξία άσκησης δικαιώματος για τις μετοχές των μη εισηγμένων εταιρειών είναι η τιμή πώλησης μειωμένη κατά την τιμή κτήσης, η οποία προσδιορίζεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 42.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν. 4646/2019 έγινε προσθήκη νέου άρθρου 42Α του Κ.Φ.Ε. και τροποποίηση του άρθρου 43 του Κ.Φ.Ε., σχετικά με τη φορολόγηση δικαιωμάτων προαίρεσης ως υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου υπό όρους. Στο οποίο μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα:

«Μετά το άρθρο 42 του Ν. 4172/2013 προστίθεται νέο άρθρο 42Α, ως εξής:

1. Το εισόδημα που προκύπτει κατά την παράγραφο 3 για έναν εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα με τη μορφή δικαιωμάτων προαίρεσης απόκτησης μετοχών, όπως αυτά προσδιορίζονται κατά τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης και ανεξαρτήτως εάν συνεχίζει να ισχύει η εργασιακή σχέση, αποτελεί εισόδημα από υπεραξία εφόσον μεταβιβαστούν οι μετοχές μετά από τη συμπλήρωση είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την απόκτηση των δικαιωμάτων προαίρεσης και υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.

2. Ειδικά το εισόδημα της παραγράφου 1 που προκύπτει από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι μη εισηγμένη στο χρηματιστήριο νεοσύστατη μικρή επιχείρηση ή και πολύ μικρή επιχείρηση υπόκειται στον συντελεστή του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 43 του Κ.Φ.Ε., εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι:

(α) τα ως άνω δικαιώματα αποκτώνται εντός πέντε (5) ετών μετά τη σύσταση της εταιρείας, (β) η εταιρεία δεν έχει συσταθεί μέσω συγχώνευσης, και (γ) οι μετοχές μεταβιβαστούν μετά από τη συμπλήρωση τριάντα έξι (36) μηνών από την απόκτηση των δικαιωμάτων προαίρεσης.

3. Ως υπεραξία ορίζεται η διαφορά μεταξύ της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο χρηματιστήριο και της τιμής διάθεσης του δικαιώματος για τις μετοχές των εισηγμένων εταιρειών ή η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης για τις μετοχές των μη εισηγμένων εταιρειών, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 4 του άρθρου 42.

4. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 42.»

4. Εν κατακλείδι

Σε μια σύμβαση εργασίας, ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή την οποία, κατά νομική δέσμευση που απορρέει από το νόμο ή τη σύμβαση, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη μπορούν να συνίστανται και σε είδος και αντιμετωπίζονται όπως και οι χρηματικές παροχές. Επίσης, ο Ν. 4172/2013 ορίζει τι θεωρείται παροχή σε είδος και επιπλέον εξειδικεύει συγκεκριμένες κατηγορίες παροχών, για τις οποίες είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί η αγοραία αξία τους, προκειμένου να αποτελέσουν φορολογητέο εισόδημα. Επιπλέον, με το νέο Φορολογικό Νομοσχέδιο του Ν. 4646/2019 σε μεγάλο βαθμό ξεκαθαρίζεται το επιχειρηματικό περιβάλλον, αφού αποσαφηνίζεται το πλαίσιο των παροχών και της φορολόγησής τους, για να μην υπάρχουν προβλήματα στους φορολογικούς ελέγχους, όπου τα προβλήματα αυτά ήταν αρκετά και ταλαιπωρούσαν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους φορολογούμενους μισθωτούς.

*Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου, με τίτλο «Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2020 του περιοδικού Epsilon7