Υπηρεσία εκκαθάρισης επιχειρήσεων

Με την λύση κάθε νομικού προσώπου επακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισής του. Μέχρι να τελειώσει το στάδιο αυτό, θεωρείται ότι υπάρχει το νομικό πρόσωπό της, που διοικείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι το εκπροσωπούν δικαστικώς και εξωδίκως.

Η εταιρεία μας διαθέτει μία ομάδα απο έμπειρους και καταξιωμένους λογιστές/οικονομολόγους που  μπορούν να φέρουν είς πέρας οποίαδήποτε διαδικασία εκκαθάρισης. 

Στο άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ορίζεται οτι :
”  Εφόσον υπάρχει ρευστοποιήσιμη περιουσία, η εκποίηση της οποίας κρίνεται απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Εκκαθαριστής μπορεί να ορίζεται το πρόσωπο που προτείνουν πιστωτές οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των πιστώσεων ή πρόσωπο από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που προβλέπεται στο άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Έργο του εκκαθαριστή είναι αυτό που προσδιορίζεται ειδικά με την απόφαση του διορισμού του και, σε κάθε περίπτωση, η διαχείριση της περιουσίας του οφειλέτη, η διασφάλιση της σε όλο το νόμιμο ύψος της χάριν των πιστωτών, η πρόσφορη εκποίηση της, η προνομιακή ικανοποίηση των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο εκποιούμενο πράγμα και η σύμμετρη ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών. Οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί συνδίκου εφαρμόζονται αναλόγως και στον εκκαθαριστή .”
Σύμφωνα με τα οριζόμενα λοιπόν στον Ν. 3869/2010 ο εκκαθαριστής , εφόσον αποδεχθεί το διορισμό του, αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει το έργο που ειδικά ορίζεται στην απόφαση που τον διορίζει.
Για τον εκκαθαριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί συνδίκου, αποτελεί δηλαδή πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα . Τα καθήκοντα του εκκαθαριστή καθορίζονται αποκλειστικά από την απόφαση που τον διορίζει και μόνο αν δεν ορίζεται κάτι,  αναλογικά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 1 και 15 Ν. 3869/2010.
Ο εκκαθαριστής λοιπόν εφαρμόζει κατά γράμμα την απόφαση που τον διορίζει και οφείλει να διαπιστώσει αρχικώς αν η περιουσία του οφειλέτη είναι υπαρκτή και αν ταυτίζεται με την περιγραφόμενη στην αίτηση . Στη συνέχει πρέπει να διασφαλίσει την περιουσία του οφειλέτη , εφαρμοζόμενων αναλογικώς των διατάξεων του ΠτωχΚωδ , με συνέπεια να πρέπει , μεταξύ άλλων, αν πρόκειται για ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, να καταχωρήσει την απόφαση στη μερίδα του οικείου Κτηματολογίου ή Υποθηκοφυλακείου προς προστασία των καλόπιστων τρίτων. Επίσης στην ανωτέρω περίπτωση οφείλει να συντάξει  τη διακήρυξη του πλειστηριασμού , αφού πρώτα ορίσει τόπο και χρόνο και τη δημοσιεύσει στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων , στον ημερήσιο τύπο και οφείλει επίσης να την τοιχοκολλήσει στο οικείο Ειρηνοδικείο.  Υπάρχει όμως και περίπτωση να διαταχθεί με την απόφαση η ελεύθερη εκποίηση του πράγματος ,  δίνοντας τη δυνατότητα στον εκκαθαριστή να μην εφαρμόσει τις αυστηρές προθεσμίες και διαδικασίες του πλειστηριασμού αλλά να βρει ένα τρόπο πρόσφορης – ελεύθερης εκποίησης του περιουσιακού στοιχείου που έχει υπό την ευθύνη του.

Σε περίπτωση πλειστηριασμού, αν αυτός δεν ευοδωθεί,  τότε αν η απόφαση προβλέπει επαναληπτικό πλειστηριασμό θα γίνει ξανά,  αν όμως δεν ορίζεται κάτι, ο εκκαθαριστής οφείλει, σε συνεννόηση με τον Ειρηνοδίκη να εξετάσει πως θα προχωρήσει προκειμένου να επιτευχθεί η εκποίηση του πράγματος (πχ μείωση του τιμήματος ).

Στην πράξη όλα τα ανωτέρω δεν πραγματοποιούνται συχνά με επιτυχία,  καθώς δεν υπάρχει σήμερα αγοραστικό ενδιαφέρον για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (κυρίως ακινήτων) . Επίσης οι εκκαθαριστές αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα της διαδικασίας χωρίς να έχουν τη δυνατότητα εν τοις πράγμασι, παρόλο που εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη περί πάγιας αντιμισθίας του Πτκ,  να πάρουν προκαταβολή , όπως συμβαίνει με το σύνδικο , γεγονός που οδηγεί σε συνεχόμενες αποποιήσεις. Θα πρέπει λοιπόν να γίνουν πιο σαφείς οι διατάξεις περί εκκαθαριστή διότι δημιουργούν περισσότερα προβλήματα , σε όλα τα μετέχοντα μέρη της διαδικασίας,  παρά επιλύουν αυτά , με την τελική δηλαδή εκποίηση του πράγματος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 49 περ. 6 του ν.2190/1920 το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης, οπότε και η εταιρεία διαγράφεται από το μητρώο ανωνύμων εταιρειών. Για τη συνέχιση της εκκαθάρισης πέραν της πενταετίας απαιτείται ειδική άδεια του Υπουργού Εμπορίου. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να υπερβεί τη δεκαετία.Μετά την παρέλευση της πενταετίας, ή της δεκαετίας, από το χρόνο της έναρξης της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση θεωρείται ότι έχει περατωθεί. Έκτοτε η Διοίκηση οφείλει εντός ευλόγου χρόνου να προβεί στη διαγραφή της ανώνυμης εταιρείας από το μητρώο των ανωνύμων εταιρειών και να δημοσιεύσει τη σχετική ανακοίνωση περί διαγραφής στο ΦΕΚ, οπότε από την παραπάνω δημοσίευση παύει και η νομική προσωπικότητα της εταιρείας (ΕφΑθ 3969/2006, ΠολΠρΑθ 8215/2008). Όταν εκ των υστέρων αποκαλυφθεί η ύπαρξη και άλλων ανεξόφλητων υποχρεώσεων, ή αδιανέμητη περιουσία, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει από το νομάρχη την επανεγγραφή της εταιρείας στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών (εξάλειψη διαγραφής). Στη συνέχεια μπορεί να ζητήσει το διορισμό εκκαθαριστών, οι οποίοι θα συνεχίσουν την εκκαθάριση, μέχρι την ουσιαστική λήξη της ανώνυμης εταιρείας.

Ηδη με το άρθρο 58 του ν. 3604/2007 έχει ανατεθεί μετά την πενταετία από τη λύση της ανώνυμης εταιρίας, η επιτάχυνση και περάτωση της εκκαθάρισής της, χωρίς χρονικούς περαιτέρω περιορισμούς, στη γενική συνέλευση των μετόχων και επί ασυμφωνίας των στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, το οποίο αποφασίζει κατόπιν προσφυγής του εκκαθαριστή ή μετόχων, που εκπροσωπούν το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ΑΠ 30/2010).

Επίσης κατά το άρθρο 47α §§ 1, 3 και 4 του ν. 2190/1920, η ανώνυμη εταιρεία λύεται με την κήρυξη της σε κατάσταση πτώχευσης. Τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η πτωχευτική διαδικασία, που αποτελεί μορφή συλλογικής εκτέλεσης και εκκαθάριση, χωρίς να επέρχεται η εξαφάνιση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία υφίσταται ως υποκείμενο δικαίου.

Κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, αν και δεσμεύεται η εταιρική περιουσία και αναλαμβάνει τη διαχείριση αυτής ο σύνδικος της πτωχεύσεως, δεν παύει η ύπαρξη των οργάνων της εταιρείας, αλλά, τόσο η γενική συνέλευση των μετόχων της, όσο και το διοικητικό συμβούλιο, εξακολουθούν να υφίστανται (ΑΠ 914/2010). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η πτωχευτική περιουσία εκκαθαρίζεται κατά τη διαδικασία της πτωχεύσεως με επιμέλεια του συνδίκου, χωρίς όμως να αποκλείεται η συμμετοχή της πτωχεύσασας σ’ αυτή, καλούμενης να παραστεί κατά τη διενέργεια διαφόρων πράξεων (αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, υποβολή αντιρρήσεων κατά την εξέλεγξη των πιστώσεων, υποβολή προτάσεων για την επίτευξη του πτωχευτικού συμβιβασμού).