Έλεγχος τραπεζικών λογαριασμών και τραπεζικό απόρρητο

Πως ελέγχει η εφορία

Οι κινήσεις μέσω τραπεζών είναι οι πρώτες που μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Αν ο ελεγχόμενος έχει την άποψη ότι τα κεφάλαια δεν αποτελούν εισόδημά του, θα πρέπει να αποδεικνύει το πραγματικό στοιχείο της συναλλαγής, για κάθε πίστωση των ποσών σε λογαριασμό/ούς του ελεγχόμενου, του/της συζύγου ή των προστατευόμενων μελών αυτών.

Η τεχνική με βάση το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και μετρητών, παρακολουθεί την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, του/της συζύγου και των προστατευόμενων μελών αυτών, με σκοπό να τους προσδιορίσει φορολογητέα ύλη.

Εξετάζονται είτε η κατάθεση σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε η ανάλωσή τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, τα διαθέσιμα, τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.
 
Κατά την τεχνική αυτή από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.

Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς.

To νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξήσεις/ μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα. Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Ποιες εξηγήσεις δέχεται η εφορία ;

Ο φορολογούμενος έχει δικαίωμα ανταπόδειξης σε περίπτωση διορθωτικού προσδιορισμού φορολογητέας ύλης με τις τεχνικές ελέγχου των έμμεσων μεθόδων.

Οι διαφορές μεταξύ προσδιορισθείσας βάσει τεχνικών ελέγχου και δηλωθείσας φορολογητέας ύλης αιτιολογούνται με τεκμηριωμένα στοιχεία που προσκομίζονται από τον φορολογούμενο και δικαιολογούν έσοδα αποκτηθέντα και μη δηλωθέντα σε κάθε ελεγχόμενη/ νο φορολογική περίοδο/διαχειριστικό έτος, όπως πωλητήρια συμβόλαια, δηλώσεις φόρου δωρεάς- κληρονομιάς χρημάτων, κέρδη από τυχερά παίγνια γενικά, συμβάσεις δανείων και κάθε σχετικό έγγραφο το οποίο θα φέρει βεβαία ημερομηνία και στοιχεία νομιμότητας.

Αν σε κάποια φορολογική περίοδο, το φορολογητέο εισόδημα του φορολογούμενου/ης και του/της συζύγου του προσδιορίστηκε τεκμαρτά, ο τεκμαρτός προσδιορισμός θα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του τελικού φορολογητέου εισοδήματος.

Σε κάθε περίπτωση το βάρος της απόδειξης φέρει ο φορολογούμενος.
 
Έλεγχος στα πάντα
 
Με την εφαρμογή των νέων τεχνικών, ο έλεγχος επεκτείνεται και σε άλλους φόρους, πέραν τους φόρους εισοδήματος. Τα ακαθάριστα εισοδήματα ή συνολικά έσοδα που προκύπτουν, λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των φόρων, τελών και εισφορών και στις λοιπές φορολογίες. Ο προσδιορισμός πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για κάθε φορολογία. Επί του προσδιορισθέντος συνολικού καθαρού εισοδήματος προσδιορίζεται και η Ειδική Εισφορά Αλληλεγγύης, καθώς και κάθε άλλη επιβάρυνση που προβλέπονταν κάθε χρονιά.
 
 Πώς γίνονται οι έλεγχοι ;

Μέσω τεχνικών υπολογισμών, η εφορία προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου.
 
Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται ισοζύγιο με δύο βασικές στήλες: «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων» και «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων».

Στην πρώτη στήλη Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων περιλαμβάνονται τα κάθε μορφής έσοδα που έχουν εισπραχθεί στην διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου, των οποίων αποδεικνύεται η πραγματοποίηση και η νομιμότητα των συναλλαγών.
 
Στην δεύτερη στήλη Αναλώσεις Κεφαλαίων /Εσόδων περιλαμβάνονται όλες οι πραγματοποιθείσες αναλώσεις, κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου.
 
Η διαφορά μεταξύ στήλης «Αναλώσεις Κεφαλαίων/ Εσόδων» και στήλης «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων», θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Με άλλη τεχνική, δημιουργείται το οικονομικό ιστορικό του φορολογούμενου φυσικού προσώπου και προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, τις διάφορες απαιτήσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές (ενεργητικό), τις υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές (παθητικό), τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες ως και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).
 
Κατά την τεχνική αυτή δημιουργείται ο Πίνακας Ενεργητικού και Παθητικού για όλες τις ελεγχόμενες φορολογικές περιόδους με φορολογική περίοδο βάσης την αμέσως προηγούμενη από την πρώτη ελεγχόμενη φορολογική περίοδο. Στο Ενεργητικό περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την λήξη κάθε φορολογικής περιόδου. Στο Παθητικό περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η διαφορά Ενεργητικού-Παθητικού αποτελεί την Καθαρή Θέση κάθε φορολογικής περιόδου.
 
Από την καθαρή θέση λήξης κάθε φορολογικής περιόδου αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης.

Οι αυξήσεις/μειώσεις της Καθαρής Θέσης αναπροσαρμόζονται με τις περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος (αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κερδών από τυχερά παίγνια, ανταλλαγής) και τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών, με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους, και συγκρίνονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
 
Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.
 
Τέλος, με την Τεχνική ελέγχου του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά, από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.
 
Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς.
 
Το νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξήσεις/ μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα. Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.

Φορολογικά και νομικά ζητήματα των κοινών τραπεζικών λογαριασμών

Ιδιαίτερα διαδεδομένη είναι η χρήση των λεγόμενων κοινόχρηστων τραπεζικών λογαριασμών στις ελληνικές τράπεζες, οι αποκαλούμενοι και joint accounts.

Ο θεσμός των κοινών τραπεζικών λογαριασμών, μπορεί να μοιάζει επωφελής για τους οφειλέτες οι οποίοι έτσι εξασφαλίζουν ένα μέρος των αποταμιεύσεών τους, όμως η διατήρηση του λογαριασμού αυτού έχει και μερικούς εν δυνάμει κινδύνους.

Τι είναι ο κοινόχρηστος τραπεζικός λογαριασμός

Κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό σε μία Τράπεζα στον οποίο δικαιούχος δεν θα είναι μόνο αυτός αλλά και άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία θα συμπράξουν ή και δεν θα συμπράξουν κατά την κατάρτιση της σύμβασης αλλά θα έχουν σε κάθε περίπτωση δικαίωμα χρήσης των καταθέσεων.

Ας δούμε όμως περιπτώσεις χρήσης των λογαριασμών αυτών, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο από φορολογική όσο και από νομική πλευρά.

Ανάληψη καταθέσεων από τον συνδικαιούχο

Η ιδιομορφία του κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού έγκειται στο ότι χρήση αυτού μπορεί να κάνει κάθε συνδικαιούχος έχοντας δικαίωμα ανάληψης σε ολόκληρο το ποσό ανεξάρτητα του ποιος ήταν ο καταθέτης αυτού.

Με αυτόν τον τρόπο συχνό είναι το φαινόμενο οικογενειακών-προσωπικών ερίδων που οδήγησαν σε ακραίες ενέργειες συζύγων-συγγενών οι οποίοι για προσωπικούς εκδικητικούς ή άλλους λόγους ανέλαβαν ολόκληρο το ποσό ενός κοινόχρηστου λογαριασμού οδηγώντας στην οικονομική καταστροφή τον πραγματικό χρήστη-καταθέτη του λογαριασμού αυτού.

Κατάσχεση κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού

Ο κοινόχρηστος λογαριασμός όσον αφορά τις κατασχέσεις διαιρείται ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων. Τεκμαίρεται δηλαδή πως στον συνδικαιούχο αναλογεί το υπάρχον κατατεθειμένο  χρηματικό ποσό διαιρεμένο με το σύνολο των συνδικαιούχων.

Σε περίπτωση που συνδικαιούχος λογαριασμού οφείλει σε τρίτο και ο τρίτος αυτός προβεί σε κατάσχεση του κοινόχρηστου λογαριασμού, το μέγιστο ποσό που δύναται να κατάσχει είναι το ½ ή 1/3 ή ¼ (ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων).

Προσοχή: Να σημειώσουμε εδώ πως το ίδιο δεν ισχύει στην περίπτωση που δανειστής είναι η ίδια η Τράπεζα στην οποία τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός, η οποία μπορεί να κατασχέσει όλο το διαθέσιμο ποσό (ΑΠ 1812/2007).

Σε περίπτωση λοιπόν που οφείλετε σε Τράπεζα από δανειακή σύμβαση και διατηρείτε κοινόχρηστο λογαριασμό, η πρακτική που ακολουθείται είναι να σας κοινοποιηθεί μια επιστολή Συμψηφισμού για ικανοποίηση ληξιπρόθεσμης απαίτησης με βάση την οποία σας γνωστοποιούν την κατάσχεση ολόκληρου του ποσού. Η κοινοποίηση της επιστολής αυτής (δήλωση) είναι απαραίτητη. Ανερυθρίαστα μάλιστα τα τραπεζικά ιδρύματα κάνουν χρήση του δικαιώματος συμψηφισμού των απαιτήσεών τους από τον οφειλέτη πελάτη τους, όταν οι ίδιες στις δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνουν προδιατυπωμένο όρο με βάση τον οποίο υποχρεώνουν τον δανειολήπτη σε παραίτηση από το δικό του δικαίωμα συμψηφισμού έναντι απαιτήσεών του από την τράπεζα.

Φορολογικοί έλεγχοι και κοινόχρηστοι λογαριασμοί

Σε φορολογικό έλεγχο πολλές φορές ζητείται από τον ελεγχόμενο να αποδείξει από πού προέρχονται τα εισοδήματα και η ρευστότητά του με τις φορολογικές του δηλώσεις και τα τεκμήριά του. Εάν ο ελεγχόμενος αυτός συμμετέχει σε κοινόχρηστο λογαριασμό, ίσως να χρειαστεί να αποδείξει στους υπαλλήλους του Υπ. Οικονομικών πως η συμμετοχή του στις τραπεζικές καταθέσεις είναι μεγαλύτερη της τεκμαιρόμενης αναλογίας με βάση την οποία κάνουν τους υπολογισμούς τους οι φορολογικές αρχές.

Στην πράξη δεν μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια η αιτία κάθε κατάθεσης ή ανάληψης η οποία γινόταν σε τέτοιο λογαριασμό αφού ζητούμε από τους ελεγχόμενους να επιδείξουν λεπτομερή στοιχεία για συναλλαγές που έλαβαν χώρα πολλά χρόνια στο παρελθόν. Οι ελεγκτές του Υπ. Οικονομικών επειδή αδυνατούν να διασταυρώσουν τον πραγματικό καταθέτη καταμερίζουν το κατατεθειμένο κοινόχρηστο ποσό αναλογικά μετακυλώντας το βάρος απόδειξης στον ελεγχόμενο φορολογούμενο.  Έτσι οδηγηθήκαμε σε επιβολές υπέρογκων φόρων και προστίμων αφού τα χρησιμοποιούμενα ποσά θεωρούνταν ως εισόδημα από άγνωστη πηγή.  

Φόρος κληρονομιάς και κοινόχρηστες τραπεζικές καταθέσεις

Η Φορολογία Κληρονομιών και Δωρεών προβλέπει απαλλαγή φόρου εφόσον συνδικαιούχος (ακόμη και κληρονόμος) προχωρήσει σε ανάληψη χρημάτων (μέρους ή και όλου του ποσού) μετά τον θάνατο κάποιου άλλου από τους συνδικαιούχους. Μόνη προϋπόθεση για απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς όπως προαναφέρθηκε είναι η προΰπαρξη του άρθρου 2 Ν.5638/1932 στην τραπεζική σύμβαση.

Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα για κάλυψη τεκμηρίου αγοράς ή τεκμηρίου διαβίωσης;

Δυστυχώς και σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει διάσταση μεταξύ των φορολογικών διατάξεων. Ο φορολογούμενος πολίτης μπορεί να αναλάβει το ποσό του λογαριασμού και να απαλλαγεί έτσι από τον φόρο κληρονομιών-δωρεών (περίπτωση άρθρου 2 Ν.5638/1932). Τα χρήματα όμως αυτά δεν μπορεί να τα επικαλεστεί για δικαιολόγηση τεκμηρίων αγοράς ή διαβίωσης, γιατί βάσει της φορολογίας εισοδήματος δεν προκύπτει η απαλλαγή τους. Οδηγείται έτσι ο φορολογούμενος στην υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς-δωρεάς και στην καταβολή του αναλογούντος φόρου. Οφείλει το Υπουργείο Οικονομικών να εναρμονίσει τα δύο αυτά βασικά νομοθετήματα παίρνοντας ξεκάθαρη θέση και τροποποιώντας τα αντίστοιχα άρθρα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει αυτή η σύγκρουση διατάξεων.

Ο νόμος λοιπόν, όπως παντού, καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο και η μεμονωμένη περίπτωση κάθε πολίτη εμπίπτει στο πλαίσιο αυτό ανάλογα με τα προσωπικά του πραγματικά περιστατικά. Άλλη φορολογική μεταχείριση θα υπάρξει εάν η ανάληψη γίνει πριν τον θάνατο του συνδικαιούχου και άλλη αν γίνει πριν. Επίσης πρέπει να προσέξουμε τι προβλέπει η σύμβασή μας για τη δημιουργία του τραπεζικού κοινόχρηστου λογαριασμού ώστε να μην υποπέσουμε σε σφάλματα που μπορεί να επισύρουν και πρόστιμα για αποκρυφθέν αδήλωτο εισόδημα.

Κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών

Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται δυστυχώς το φαινόμενο να κατάσχονται αυτόματα χρήματα από τραπεζικούς λογαριασμούς, ακόμα και αν τα χρηματικά ποσά που βρίσκονται σε αυτούς είναι κάτω των 1.000 ευρώ, ή ακόμα και όταν πρόκειται για χρήματα που κατατίθεται ως σύνταξη, ως μισθός ή ως κοινωνικό επίδομα- βοήθημα.

Όμως ο νόμος παρέχει προστασία προς τον πολίτη. Συγκεκριμένα, το άρθρο 20 του νόμου 4161/2013,  καθώς και το άρθρο 31 του ΚΕΔΕ, προβλέπει ρητά, πως ο καταθέτης μπορεί να προστατεύσει τις χρηματικές καταθέσεις που βρίσκονται στον τραπεζικό λογαριασμό του, δηλώνοντας στην Τράπεζα που έχει τον λογαριασμό, ότι σε αυτόν πιστώνεται η σύνταξη / ο μισθός / το κοινωνικό επίδομα- βοήθημα του.

Έτσι ο νόμος διασφαλίζει :

το ακατάσχετο ΓΙΑ ΑΤΟΜΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ:
δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το υπόλοιπό τους είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ, όταν πρόκειται  για χρέη προς το δημόσιο (εφορία κτλ)
ή δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το υπόλοιπό τους είναι μικρότερο των 1.500 ευρώ για χρέη προς ιδιώτες (χρέη προς τράπεζες κτλ)

το ακατάσχετο ΓΙΑ ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ:
δεν κατάσχονται ποσά σε λογαριασμούς που το συνολικό υπόλοιπό τους είναι  μικρότερο των  2.000 ευρώ, για όλες τις περιπτώσεις, δηλαδή όταν πρόκειται για χρέη είτε προς το Δημόσιο είτε προς ιδιώτες και στις δύο περιπτώσεις
(Για παράδειγμα όταν ένα ζευγάρι συνταξιούχων έχει ένα βιβλιάριο κατάθεσης, με υπόλοιπο 2.400 ευρώ, το ακατάσχετο είναι 1.000Χ2= 2.000 ευρώ.)

 Αν ο μισθός, η σύνταξη ή το βοήθημα υπερβαίνει συνολικά το ποσό το ελάχιστο ποσό των 1.000/1.500 ευρώ για ατομικό λογαριασμό (ή 2.000 για κοινό λογαριασμό), τότε επιτρέπεται η κατάσχεση του 25%, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που απομένει δεν είναι μικρότερο από το ελάχιστο όριο που ορίζεται (1.000/1.500 ευρώ για ατομικό λογαριασμό και 2000 για κοινό λογαριασμό)».

ΣΥΝΕΠΩΣ, ο πολίτης μπορεί να προστατευτεί από την κατάσχεση με την ακόλουθη ενέργεια:

Να  πάει στην τράπεζα και να δηλώσει τον αριθμό λογαριασμού στον οποίο πιστώνεται η σύνταξη/ μισθός / κοινωνικό επίδομα-βοήθημα, και να δηλώσει τον τραπεζικό λογαριασμό που θέλει να προστατεύσει. 
Στην περίπτωση που ήδη έχει πέσει θύμα κατάσχεσης, τότε θα πρέπει να απευθυνθεί στο Υπουργείο Οικονομικών. Δυστυχώς , είναι σχετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει ο πολίτης να λάβει τα χρήματά του πίσω, αν έχει ήδη γίνει κατάσχεση.